ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άπανσιζ (επίρρ.) άπανσι̂ζ [ˈapansɯz] Αραβαν. άπανσι̂ [ˈapansɯ] Αραβαν. απανσούζια [apanˈsuzʝa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. apansız = απροσδόκητος, ξαφνικός.
Ξαφνικά ό.π.τ. : Άπανσι είραν το ομbρό τουν (Ξαφνικά το είδαν μπροστά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άπανσιζ έν-νε ένα πατιρντί (Ξαφνικά έγινε μιά φασαρία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. άξαφνα :1, χαμπαρσίζια, χάρπανταν