άπανσιζ
(επίρρ.)
άπανσι̂ζ
[ˈapansɯz]
Αραβαν.
άπανσι̂
[ˈapansɯ]
Αραβαν.
απανσούζια
[apanˈsuzʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. apansız = απροσδόκητος, ξαφνικός.
Ξαφνικά
ό.π.τ.
:
Άπανσι είραν το ομbρό τουν
(Ξαφνικά το είδαν μπροστά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άπανσιζ έν-νε ένα πατιρντί
(Ξαφνικά έγινε μιά φασαρία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
άξαφνα :1, χαμπαρσίζια, χάρπανταν