άξαφνα
(επίρρ.)
άξαφνα
[ˈaksafna]
Μισθ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το μεσν. επίρρ. ἔξαφνα, το οπ. από την αρχ. συνεκφ. ἐξ αἴφνης. Ο τύπ. άξαφνα νεότ.
Ξαφνικά
ό.π.τ.
:
-Τίαλ' χάη; -Άξαφνα
(-Πώς πέθανε; -Ξαφνικά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
άπανσιζ, χαμπαρσίζια, χάρπανταν