αντίπασχα
(ουσ. ουδ.)
ανdίπασκα
[anˈdipaska]
Φάρασ.
’νdίπασκα
[nˈdipaska]
Φάρασ.
ανdίπασκας
[anˈdipaskas]
Φάρασ.
'τίπασκας
[ˈtipaskas]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. ἀντίπασχα. To τελικό -ς αναλογ. προς άλλους προσδιορ. χρόνου.
Η Κυριακή του Θωμά
Φάρασ.
:
’νdίπασκα τα τραγώδε
(Τα τραγούδια που τραγουδούσαν την Κυριακή του Θωμά)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Με του Ανdίπασκα τα ατέτε τσαι του καλοξεμάτου μο το χορό
(Με τα έθιμα της Κυριακής του Θωμά και με τον πηδηχτό χορό)
Φάρασ.
-Ιορδαν.