αντίδωρο
(ουσ. ουδ.)
ανdίδωρο
[anˈdiðoro]
Ανακ., Γούρδ.
ανdίδ’ρου
[anˈdiðru]
Μαλακ.
ανdίdωρα
[anˈdidora]
Ουλαγ.
ανdίδερο
[anˈdiðero]
Ποτάμ.
ανdίdερο
[anˈdidero]
Αραβ., Τελμ.
ανίδερο
[aˈniðero]
Σινασσ.
Αρσ.
ανdίδωρος
[anˈdiðoros]
Ανακ., Φλογ.
ανdίdερος
[anˈdideros]
Αραβαν.
Αρχ. ουσ. ἀντίδωρον =δώρο ως ανταπόδοση. Οι τύπ. με [e] από ήδη μεσν. τύπ. αντίδερο (Λεξ. Κριαρ.). Οι τύπ. αρσ. με μεταπλ. του γένους κατά το ουσ. άρτος.
Aντίδωρο
ό.π.τ.
:
Νύφη να πάρει αντίντερο, να πιει το σερπέτι
(Η νύφη θα πάρει αντίδωρο, θα πιει το κρασί της θείας Κοινωνίας)
Αραβαν.
-Νίγδελ.Αραβ.
Συνών.
λειτουργία, πυρότης