ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντίδωρο (ουσ. ουδ.) ανdίδωρο [anˈdiðoro] Ανακ., Γούρδ. ανdίδ’ρου [anˈdiðru] Μαλακ. ανdίdωρα [anˈdidora] Ουλαγ. ανdίδερο [anˈdiðero] Ποτάμ. ανdίdερο [anˈdidero] Αραβ., Τελμ. ανίδερο [aˈniðero] Σινασσ. Αρσ. ανdίδωρος [anˈdiðoros] Ανακ., Φλογ. ανdίdερος [anˈdideros] Αραβαν. Αρχ. ουσ. ἀντίδωρον =δώρο ως ανταπόδοση. Οι τύπ. με [e] από ήδη μεσν. τύπ. αντίδερο (Λεξ. Κριαρ.). Οι τύπ. αρσ. με μεταπλ. του γένους κατά το ουσ. άρτος.
Aντίδωρο ό.π.τ. : Νύφη να πάρει αντίντερο, να πιει το σερπέτι (Η νύφη θα πάρει αντίδωρο, θα πιει το κρασί της θείας Κοινωνίας) Αραβαν. -Νίγδελ.Αραβ. Συνών. λειτουργία, πυρότης