ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντικάς (ουσ. αρσ.) ανdικάς [andiˈkas] Φάρασ. αντ͑ικ͑άς [antʰiˈkʰas] Αφσάρ. άντικα [ˈantika] Φλογ. ανdίκα [anˈdika] Σίλ. Από το τουρκ. antika (< ιταλ. antica) = α) αντίκα β) στρίφωμα γ) άνθρωπος εκκεντρικός.
1. Αντίκα, κειμήλιο, παλαιό αντικείμενο αξίας ό.π.τ. : Αυτσ̑ή τσ̑ην 'gλησ̑ά ακόμη ρεν τσ̑η χάλασασ̑ι, γιατί έσ̑ει σαφιέ Κωσταντίνο· ρό πουρ' να τσ̑η χαλάσουσ̑ι, σε 'πομν'εί ανdίκα (Αυτή την εκκλησία ακόμα δεν την χαλάσανε, γιατί έχει το όνομα του Αγ. Κωνσταντίνου· δεν μπορούν να την χαλάσουν, θα παραμείνει ως κάτι το αρχαίο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πβ. τεπερίκι
2. Μτφ., για άνθρωπο, έξυπνο ή παράξενο ό.π.τ. Συνών. ακιλής, αντικάς :2, αχαμνός, κεσκίνι, τσακμάκι, χοσμαρί