ακιλής
(επίθ.)
ακ͑ι̂λ-λι̂́
[akʰɯlˈlɯ]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
ακ͑ιλούς
[akʰiˈlus]
Σίλ.
ακ͑ιλ-λού
[akʰilˈlu]
Μαλακ.
ακ͑ουλού
[akʰuˈlu]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ.
ακουλ-λού
[akulˈlu]
Αραβαν.
ακ͑'λι̂́
[aˈkʰlɯ]
Μισθ.
ακ͑'λού
[aˈkʰlu]
Τελμ.
αχ̇ιλ-λούς
[axilˈlus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Θηλ.
αχ̇ιλ-λούσα
[axilˈlusa]
Φάρασ.
ακ͑αλούσα
[akʰaˈlusa]
Σίλ., Φάρασ.
ανgαλούσα
[aŋgaˈlusa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. akıllı = έξυπνος. Ο τύπ. ακαλούσα από το επίθ. ακιλής με παραγωγ. επίθμ. -ούσα.
Έξυπνος, μυαλωμένος
ό.π.τ.
:
Ήσανε ρυό φσ̑έα, αdέλφια, τὄνα τσ̑ανό και τὄνα ακ͑ουλού
(Ήταν δύο αγόρια, αδέρφια, το ένα χαζό και το άλλο έξυπνο)
Αραβαν.
-Dawk.
Xεμ πολύ αχ̇ιλ-λούς ένι, χέμ κατέσ̑ει ινσανού τερτίπε
(Και πολύ έξυπνος είναι, και γνωρίζει τους τρόπους του ανθρώπου)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Πολ̑ύ χοσ̑άσ̑α ήτου χέμκι πολ̑ύ ανgαλούσα ήτου
(Ήταν πολύ όμορφη αλλά ήταν και πολύ μυαλωμένη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Toύτους άρτουπους πολ̑ύ ακ͑ιλούς 'ναι
(Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ έξυπνος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
'σ' τα τέσσερά τουν τα̈́ινα ήτουν πολύ αχ̇ιλ-λούς
(Από τα τέσσερά παιδιά, το ένα ήταν πολύ έξυπνο)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Σαμού έσ' ψωμί, είσαι τσαι πολύ αχ̇ιλ-λούς
(Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος˙ η γνώμη των πλουσίων γίνεται αναγκαστικά δεκτή και σεβαστή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ακ͑ουλού άνθρωπο πιάνεται ασ' ση μύτη τ’
(Ο έξυπνος άνθρωπος πιάνεται απ' την μύτη του˙ οι αλλεπάλληλες πονηριές κάποια στιγμή θα οδηγήσουν σε σφάλμα και αποτυχία)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ακουλ-λού άρωπος κατεβάσ̑' το ακουλσούζ̑ 'ασ' το άλογό τ'
(Ο έξυπνος άνθρωπος καταβάζει τον άμυαλο από το άλογό του˙ Η εξυπνάδα είναι σημαντικότερη από τα υλικά εφόδια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αντικάς, αχαμνός, κεσκίνι, τσακμάκι