ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακιλής (επίθ.) ακ͑ι̂λ-λι̂́ [akʰɯlˈlɯ] Αξ., Μισθ., Ουλαγ. ακ͑ιλούς [akʰiˈlus] Σίλ. ακ͑ιλ-λού [akʰilˈlu] Μαλακ. ακ͑ουλού [akʰuˈlu] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ. ακουλ-λού [akulˈlu] Αραβαν. ακ͑'λι̂́ [aˈkʰlɯ] Μισθ. ακ͑'λού [aˈkʰlu] Τελμ. αχ̇ιλ-λούς [axilˈlus] Τσουχούρ., Φάρασ. Θηλ. αχ̇ιλ-λούσα [axilˈlusa] Φάρασ. ακ͑αλούσα [akʰaˈlusa] Σίλ., Φάρασ. ανgαλούσα [aŋgaˈlusa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. akıllı = έξυπνος. Ο τύπ. ακαλούσα από το επίθ. ακιλής με παραγωγ. επίθμ. -ούσα.
Έξυπνος, μυαλωμένος ό.π.τ. : Ήσανε ρυό φσ̑έα, αdέλφια, τὄνα τσ̑ανό και τὄνα ακ͑ουλού (Ήταν δύο αγόρια, αδέρφια, το ένα χαζό και το άλλο έξυπνο) Αραβαν. -Dawk. Xεμ πολύ αχ̇ιλ-λούς ένι, χέμ κατέσ̑ει ινσανού τερτίπε (Και πολύ έξυπνος είναι, και γνωρίζει τους τρόπους του ανθρώπου) Φάρασ. -Παπαδ. Πολ̑ύ χοσ̑άσ̑α ήτου χέμκι πολ̑ύ ανgαλούσα ήτου (Ήταν πολύ όμορφη αλλά ήταν και πολύ μυαλωμένη) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Toύτους άρτουπους πολ̑ύ ακ͑ιλούς 'ναι (Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ έξυπνος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 'σ' τα τέσσερά τουν τα̈́ινα ήτουν πολύ αχ̇ιλ-λούς (Από τα τέσσερά παιδιά, το ένα ήταν πολύ έξυπνο) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Σαμού έσ' ψωμί, είσαι τσαι πολύ αχ̇ιλ-λούς (Όταν έχεις ψωμί, είσαι και πολύ έξυπνος˙ η γνώμη των πλουσίων γίνεται αναγκαστικά δεκτή και σεβαστή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το ακ͑ουλού άνθρωπο πιάνεται ασ' ση μύτη τ’ (Ο έξυπνος άνθρωπος πιάνεται απ' την μύτη του˙ οι αλλεπάλληλες πονηριές κάποια στιγμή θα οδηγήσουν σε σφάλμα και αποτυχία) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ακουλ-λού άρωπος κατεβάσ̑' το ακουλσούζ̑ 'ασ' το άλογό τ' (Ο έξυπνος άνθρωπος καταβάζει τον άμυαλο από το άλογό του˙ Η εξυπνάδα είναι σημαντικότερη από τα υλικά εφόδια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αντικάς, αχαμνός, κεσκίνι, τσακμάκι