αγναμάζης
(επίθ.)
αγναμάζης
[aɣnaˈmazis]
Φάρασ.
Ουδ.
αγναμάζι
[aɣnaˈmazi]
Φάρασ.
ανgλαμάς
[aŋlaˈmas]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. anlamaz = αυτός που δεν καταλαβαίνει, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağnamaz. Πβ. ανλαντώ, όπου και τύπ. αγνατίζω. Η λ. και Πόντ.
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025