ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγναμάζης (επίθ.) αγναμάζης [aɣnaˈmazis] Φάρασ. Ουδ. αγναμάζι [aɣnaˈmazi] Φάρασ. ανgλαμάς [aŋlaˈmas] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. anlamaz = αυτός που δεν καταλαβαίνει, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağnamaz. Πβ. ανλαντώ, όπου και τύπ. αγνατίζω. Η λ. και Πόντ.
Ανόητος, βλάκας ό.π.τ. : || Φρ. Ανgλαμάς γουναμάς Μισθ. -Μακρ. Συνών. αβανάκος, αναγροίκιστος, χαϊβάνι