ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγνέντα (επίρρ.) αγνένdα [aˈɣnenda] Φάρασ. 'γνένdα [ˈɣnenda] Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεσν. επίρρ. ἀγνάντια, το οπ. από το αρχ. ἐνάντια.
1. Απέναντι, αντίκρυ ό.π.τ. : Στάθη το λαχτόρι σον αωπό 'γνένdα (Στάθηκε ο κόκκορας απέναντι στην αλεπού) Φάρασ. -Παπαδ. τ͑α τσά 'γνένdα (Εκεί μακριά απέναντι) Φάρασ. -Αναστασ. 'σ' το σεράι 'γνένdα ήτουνι αν χανές φουχαρέδοι (Απέναντι από το σαράι υπήρχε μιά οικογένεια φτωχών) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Α δεβώ 'σ' το ποτάμι 'γνένdα (Θα περάσω απέναντι από το ποτάμι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κάτσανι στηη σο ταπάνι τ' ένα 'γνένdα 'ς άου (Έκατσαν καταγής στο πάτωμα, ο ένας αντίκρυ στον άλλο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Σα 'γνένdα το μέρο (Στο απέναντι το μέρος˙ απέναντι) -Ανδρ. Ο ’αγός δέβη ’γνένdα (Ο λαγός πέρασε απέναντι˙ χάσαμε την ευκαιρία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να βκάλετε 'γνένdα τό 'ργο σας (Να βγάλετε αντίκρυ το έργο σας˙ να τα βγάλετε πέρα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. αντί, καρσί, καρσούλαϊ
β. Eνώπιον ό.π.τ. : Η νύφη τίπους 'γνένdα του τσ̑ο λένκινι (Η νύφη δεν έλεγε τίποτα, δεν μίλαγε καθόλου, μπροστά του ) Τσουχούρ. -Bağr. 'υρίστη τον κων του τζ’ έκουασεν σο μυτί του 'γνένdα (Γύρισε τον κώλο του και έκλασε μπροστά στην μύτη του ) Σατ. -Παπαδ.
2. Κόντρα, ενάντια, καταπάνω Φάρασ. : Ότις έβκη σο χωρίο 'γνένdα μα 'πέσωσε (Όποιος βγήκε κόντρα στο χωριό δεν γλύτωσε) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. 'σείς μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα 'γνένdα μου (Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = Ματθ. 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με) Φάρασ. -Lag. Έβγαν 'γνένdα μας πένdε κλέφτοι (Βγήκαν εναντίον μας πέντε κλέφτες) Φάρασ. -Αρχέλ. Κρούνκαν σο θάλι 'γνένdα (Χτυπούσαν στην πέτρα επάνω) Φάρασ. -Ανδρ. || Φρ. Ση χαραή μου 'γνένdα μη σιρταρντίζεις (Απέναντι στο πρόσωπό μου μην έρχεσαι σε αντίθεση˙ Μη μου συμπεριφέρεσαι αγενώς με μορφασμούς) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. απάνω, πρόσωπο