ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άγνωστος (επίθ.) άγνωστος [ˈaɣnostos] Αραβαν., Σίλ., Σινασσ. άνωστος [ˈanostos] Σίλ. Αρχ. επίθ. ἄγνωστος. Για τις σημ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἄγνωστος.
1. Ανόητος, ασύνετος Σίλ., Σινασσ. Συνών. ακιλσούζης, λαφρός :3, τσανός
2. Το ουδ. ως ουσ., αναπάντεχο κακό Αραβαν. : Οπ᾿ να σ᾿ έρτζ̑ει ένα άγνωστος! (Που να σου έρθει ένα κακό!) Αραβαν. -ΙΛΝΕ Πβ. γαζές, κακό, φελακέτ