αγνώριστος ( επίθ.
)
αγρώνιστο
[aˈɣronisto]
Σίλατ., Σινασσ.
αναγνώριστος
[anaˈɣnoristos]
Σινασσ.
...
άγνωστος
(επίθ.)
άγνωστος
[ˈaɣnostos]
Αραβαν., Σίλ., Σινασσ.
άνωστος
[ˈanostos]
Σίλ.
Αρχ. επίθ. ἄγνωστος. Για τις σημ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἄγνωστος.
2. Το ουδ. ως ουσ., αναπάντεχο κακό
Αραβαν.
:
Οπ᾿ να σ᾿ έρτζ̑ει ένα άγνωστος!
(Που να σου έρθει ένα κακό!)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Πβ.
γαζές, κακό, φελακέτ