αγούζ
(ουσ. ουδ.)
αγούζ
[aˈɣuz]
Σινασσ., Φλογ.
αγούς
[aˈɣus]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
αγούς̑
[aˈɣuʃ]
Καρατζάβ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. ağız = πρωτόγαλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağuz.
Πρωτόγαλα
ό.π.τ.
:
Να σι ποίκω ένα χοντσ̑ά, να σι γεdιρντίσω αγούσ̑’
(Να σου κάνω το τραπέζι, να σε ταΐσω πρωτόγαλα)
Καρατζάβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ234
Συνών.
κούκρος :2