ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγούζ (ουσ. ουδ.) αγούζ [aˈɣuz] Σινασσ., Φλογ. αγούς [aˈɣus] Ανακ., Μαλακ., Φλογ. αγούς̑ [aˈɣuʃ] Καρατζάβ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. ağız = πρωτόγαλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. ağuz.
Πρωτόγαλα ό.π.τ. : Να σι ποίκω ένα χοντσ̑ά, να σι γεdιρντίσω αγούσ̑’ (Να σου κάνω το τραπέζι, να σε ταΐσω πρωτόγαλα) Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234 Συνών. κούκρος :2