αγοράζω
(ρ.)
αγοράζω
[aɣoˈrazo]
Αραβαν., Ποτάμ., Φάρασ.
'γοράζω
[ɣoˈrazo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Τροχ.
'γοράζου
[ɣoˈrazu]
Μισθ.
qοράζω
[qοˈrazo]
Σίλατ., Φλογ.
qουράζου
[quˈrazu]
Μαλακ.
'γοράννου
[ɣoˈranu]
Σίλ.
'γόρασα
[ˈɣorasa]
Αξ., κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ.
Αρχ. ρ. ἀγοράζω.
Αγοράζω
ό.π.τ.
:
Ατό το χωράφι παχτσ̑άς τεϊ 'γόρασιν τα
(Αυτό το χωράφι το αγόρασε τάχα για κήπο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Να είχα παράια, να ντου 'γοράσου ήdουν
(Αν είχα λεφτά, θα το είχα αγοράσει)
Μισθ.
-Φατ.
Ντέν ήταν 'νταρά ψωμί να 'γοράεις έτοιμο
(Δεν ήταν όπως τώρα, να αγοράσεις ψωμί έτοιμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έdεκε τα παράιγια σο μάνα τ', και μάνα τ' αγόρασε κιριάς
(Έδωσε τα λεφτά στην μάνα του και η μάνα του αγόρασε κρέας)
Φερτάκ.
-Dawk.
qοράζανε λίγα σιμίτια, λίγα σταφίδες, λίγα γεμενιά
(Αγοράζανε λίγα κουλούρια, λίγες σταφίδες, λίγα μαντήλια)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Νουνά ’γόρασι τα φουφούρια
(Η νονά αγόρασε τα βαφτιστικά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
'γοράζ' λόγια
(Αγοράζει λόγια˙ ακούει χωρίς να μιλάει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ατό πουλεί 'γοράζ' σι
(Αυτός σε πουλάει και σε αγοράζει˙ είναι πολύ επιτήδειος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Μη πουλάς μαναχό, 'γόραζ' κιόλα
(Μην πουλάς μόνο, αγόραζε κιόλα˙ Προτροπή να ακούει κανείς και την γνώμη των άλλων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
παίρνω, ψωνίζω