ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγοράζω (ρ.) αγοράζω [aɣoˈrazo] Αραβαν., Ποτάμ., Φάρασ. 'γοράζω [ɣoˈrazo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Τροχ. 'γοράζου [ɣoˈrazu] Μισθ. qοράζω [qοˈrazo] Σίλατ., Φλογ. qουράζου [quˈrazu] Μαλακ. 'γοράννου [ɣoˈranu] Σίλ. 'γόρασα [ˈɣorasa] Αξ., κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ. Αρχ. ρ. ἀγοράζω.
Αγοράζω ό.π.τ. : Ατό το χωράφι παχτσ̑άς τεϊ 'γόρασιν τα (Αυτό το χωράφι το αγόρασε τάχα για κήπο) Φάρασ. -Αναστασ. Να είχα παράια, να ντου 'γοράσου ήdουν (Αν είχα λεφτά, θα το είχα αγοράσει) Μισθ. -Φατ. Ντέν ήταν 'νταρά ψωμί να 'γοράεις έτοιμο (Δεν ήταν όπως τώρα, να αγοράσεις ψωμί έτοιμο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Έdεκε τα παράιγια σο μάνα τ', και μάνα τ' αγόρασε κιριάς (Έδωσε τα λεφτά στην μάνα του και η μάνα του αγόρασε κρέας) Φερτάκ. -Dawk. qοράζανε λίγα σιμίτια, λίγα σταφίδες, λίγα γεμενιά (Αγοράζανε λίγα κουλούρια, λίγες σταφίδες, λίγα μαντήλια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Νουνά ’γόρασι τα φουφούρια (Η νονά αγόρασε τα βαφτιστικά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. 'γοράζ' λόγια (Αγοράζει λόγια˙ ακούει χωρίς να μιλάει) Μισθ. -Κοτσαν. Ατό πουλεί 'γοράζ' σι (Αυτός σε πουλάει και σε αγοράζει˙ είναι πολύ επιτήδειος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Μη πουλάς μαναχό, 'γόραζ' κιόλα (Μην πουλάς μόνο, αγόραζε κιόλα˙ Προτροπή να ακούει κανείς και την γνώμη των άλλων) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. παίρνω, ψωνίζω