παίρνω
(ρ.)
παίρω
[ˈpero]
Ανακ., Αξ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
παίρου
[ˈperu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ.
παίρνω
[ˈperno]
Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ.
παίρνου
[ˈpernu]
Μισθ., Σίλ.
Παρατατ.
έπαιρνα
[ˈeperna]
Αξ.
παίρνισκα
[ˈperniska]
Αραβ., Σινασσ.
παιρνόσκα
[perˈnoska]
Σίλ.
παίρισ̑κα
[ˈperiʃka]
Αξ., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Φλογ.
παίριξα
[ˈperiksa]
Μισθ.
παίρκα
[ˈperka]
Φάρασ.
παίρνκα
[ˈperŋka]
Φάρασ.
bήρκα
[ˈbirka]
Κίσκ.
πήρεινα
[ˈpirina]
Σίλ.
πηρίνοσκα
[piˈrinoska]
Σίλ.
Αόρ.
πήρα
[ˈpira]
Αφσάρ., Καππ., Σίλ., Φάρασ.
πήρανα
[ˈpirana]
Φάρασ.
επήρα
[eˈpira]
Ουλαγ., Τελμ.
έπηρα
[ˈepira]
Ουλαγ.
έπερα
[ˈepera]
Ουλαγ.
Υποτ.
πάρω
[ˈparo]
Καππ., Φάρασ.
πάρου
[ˈparu]
Σίλ., Τσουχούρ.
Προστ. Εν.
έπαρε
[ˈepare]
Ανακ., Ποτάμ.
έπαρ'
[ˈepar]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
έbαρ'
[ˈebar]
Φάρασ.
άπαρ'
[ˈapar]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
πάρ'
[par]
Μισθ., Φάρασ.
μα
[ma]
Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
Πληθ.
επαρέτε
[epaˈrete]
Τελμ.
επαρέτ'
[epaˈret]
Μισθ.
παρέτ'
[paˈret]
Ουλαγ., Φλογ.
Παθ. Αόρ.
επάρτα
[eˈparta]
Σινασσ.
παρτήχα
[parˈtixa]
Αξ.
Μτχ.
παιρημένο
[pariˈmeno]
Ουλαγ.
Μεσν. παίρνω από από το αρχ. ἐπαίρω = σηκώνω και τοποθετώ, με μεταπλ. σε -νω (πβ. φέρω-φέρνω) και αποβ. άτονου αρκτ. φων.
1. Πιάνω στα χέρια μου ένα αντικείμενο, για να το έχω μαζί μου ή στην κατοχή μου ή για να το μεταφέρω κάπου
ό.π.τ.
:
Απ' το κ͑αζάν' μέσα έπηρε ένα ντιρέμ' κιριάς και έφαεν
(Πήρε ένα δράμι κρέας από το καζάνι κι έφαγε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Παίριξαμ' ντου ντοξάρ' τσι παίνιξαμ' να μποίκουμ' γιοργάνια
(Παίρναμε την ντεξάρα και πηγαίναμε να κάνουμε παπλώματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρισ̑καμ' φτυάρια ν’ ανοίξουμ' το στράτες
(Παίρναμε φτυάρια ν' ανοίξουμε τους δρόμους)
Ανακ.
-Cost.
'στέρια παίρισκαν το τσι πηάισκαν του σα μορμόρια ορτά
(Ύστερα το έπαιρναν (το πτώμα) και το πήγαιναν στα μνήματα)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Πήρι τ' μασ̑αίρι
(Πήρε το μαχαίρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μήα τζ̑ο παίρετε;
(Μήλα δεν παίρνετε;)
Φάρασ.
-Dawk.
Εκείνο ας το πήρες
(Εκείνο παρ' το)
Ανακ.
-Cost.
Η νύφη ό,τι ρούχα είχε τα παίρκε μαζί της
(Η νύφη ό,τι ρούχα είχε τα έπαιρνε μαζί της)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
«Το 'μο 'ναι» ντεΐ, πήρε το
(Λέγοντας "δικό μου είναι», το πήρε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήγ'ρεψεν κι ένι αdζ̑ά αν ξύο σον dοιέχο τενdεμένο· πήρεν ντα
(Είδε ότι υπήρχε ένας ξύλο ακουμπισμένο στον τοίχο· το πήρε)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήρε τα λαγήνια της και πήγε να τα γιομώσ' ασ' το τσοζμά
(Πήρε τα κανάτια της και πήγε να τα γεμίσει στη βρύση)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Και εκεί το τζ̑αdι̂́ αbέσε επήγε, επήρεν ένα φουτσ̑ί και κάλεψεν ση μέσ̑ου τ' και πήγεν σα φσ̑άχα
(Και αυτή η μάγισσα έφυγε από εκεί και πήρε ένα βαρέλι και το καβάλησε στη μέση του και πήγε στα παιδιά)
Τελμ.
-Dawk.
Σε υπάγου σε τα πάρου
(Θα πάω να τα πάρω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήρτ' ο τζ̑υνοάρ' να πάρει τον 'αγό
(Ήρθε ο αετός να πάρει τον λαγό)
Φάρασ.
-Lag.
Έμπαρ' αdέ το φτερό μου
(Πάρε αυτό το φτερό μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Άπαρ' τούτου, ρωσ' τα τσ̑η Γεωργία
(Πάρε αυτό, δώσ' το στην Γεωργία)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Επάρετέ το και 'μετε 'ς το ντενgίσ̑' και μπατι̂́ρντισέτε το τρία φοράς
(Πάρτε το και πηγαίν'τε στην θάλασσα και βουτήξτε το τρεις φορές)
Τελμ.
-Dawk.
Φοήθα τζ̑ο πήριτ' τα
(Φοβήθηκα μήπως δεν τα πάρετε)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Νάαταρα παράδια γρεύεις έπαρ' τα
(Πάρε όσα λεφτά θέλεις)
Φάρασ.
-Bağr.
Το κορτσ̑όκ-κου τσ̑ιπ ατα̈́ πήριν τα τσ̑αι πήιν τα ση τσ̑ατσ̑ιγαρίσσα
(Το κοριτσάκι τα πήρε όλα αυτά και τα πήγε στην μάγισσα)
Φάρασ.
-Bağr.
Κόπ' το νώμο, έπαρ' τα τζ̑αι φύε
(Κόψε το κλαδί, πάρ' το και φύγε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Παίρνω το άχτι μ'
(Παίρνω το άχτι μου˙ Εκδικούμαι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παίρνω το σολουχού μ'
(Παίρνω την αναπνοή μου˙ Αναπνέω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παίρου σολούχ'
(Παίρνω αναπνοή˙ Αναπνέω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρω σολούκ'
(Παίρνω αναπνοή˙ Αναπνέω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Παίρω κατζ̑ί
(Παίρνω λόγια˙ Πείθομαι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Παίρω αμασία
(Παίρνω όρκο)
Φάρασ.
-Dawk.
Παίρω το κατζ̑ί μου ξωπίσου
(Παίρνω πίσω τον λόγο μου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Παίρου ντου στράδα
(Παίρνω δρόμο˙ Παίρνω τον δρόμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρου τση στράτα
(Παίρνω τον δρόμο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παιρ' τη στράταν bρον ντου
(Παίρνει τον δρόμο μπροστά του˙ Ξεκινά, παίρνει τον δρόμο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Παίρου πάτος
(Παίρνω πάθημα˙ Αρρωσταίνω)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παίρου γκιάβις
(Παίρνω μηρυκασμό˙ Μηρυκάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρου ντου τσουφάλι τ'
(Του παίρνω το κεφάλι του˙ Τον αποκεφαλίζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρού' τσ̑αι παίρει
(Χτυπά και παίρνει˙ Δίνει και παίρνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πήρις τεκεινιού ντου τόπους
(Πήρες τη θέση εκείνου˙ Υπερασπίστηκες εκείνον)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήρα ντου 'ς σου γουργούρι μ'
(Τον πήρα στον λαιμό μου˙ έπαθε κακό εξαιτίας μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήρα ντου χαbάρ'
(Τον πήρα χαμπάρι˙ Τον πήρα είδηση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρω χαπάριν
(Παίρνω χαμπάρι˙ Παίρνω είδηση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Έπερα το κεφάλι μ' και άφηκα πήγα
(Πήρα το κεφάλι μου και άφησα, πήγα˙ πήρα των ομματιών μου και έφυγα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Παίρω το κεφάλι μ' και παίνω
(Παίρνω το κεφάλι μου και πηγαίνω˙ Απελπισμένος φεύγω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω απάνω μ'
(Παίρνω απάνω μου˙ Συνέρχομαι, παχαίνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω κάτω
(Παίρνω κάτω˙ Υποχωρώ, δεν επιμένω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήρε το κατόψα τ'
(Τον πήρε στο κατόπι του˙ Τον παρακολούθησε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γιούπνους μου παίρνει
(Με παίρνει ο ύπνος˙ Αποκοιμιέμαι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πήρε με ύπνος
(Με πήρε ύπνος˙ Αποκοιμήθηκα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Να σε παρ' άνομος
(Να σε πάρει άνεμος˙ (κατάρα))
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Παίρω το ομbροτιονό τ'
(Παίρνω το μπροστινό του˙ Προλαβαίνω το κακό)
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω το σελάμι τ'
(Παίρνω τον χαιρετισμό του˙ Αντιχαιρετώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω το στο μέταπο μ'
(Το παίρνω στο μέτωπό μου˙ Το αποφασίζω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω σο στόμα μου
(Παίρνω στο στόμα μου˙ Κάνω λόγο για κάποιον)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
'σ' το χρουφελέτη, να 'νι ψημένο φαΐ, παρ' τα
(Από τον χρεωφειλέτη, και μαγειρεμένο να' ναι, παρ' το˙ Όταν κάποιος σου χρωστά, κοίτα να πάρεις το χρέος σου όπως κι αν σου το δώσει πίσω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Παρ' του, παρ' του ντου μαλλί, λάχ' του, λάχ' του σο σ̑αλβάρι
(Παρ' το, παρ' το το μαλλί, κλώτσα το, κλώτσα το μέσα στο σαλβάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Απομακρύνω ή αφαιρώ κάτι από κάπου
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
'ενότουνε α μέγα σέλι, πήρεν dα τα πρόβατα, σκότ'σεν dα
(Έγινε ένας μεγάλος χείμαρρος, πήρε, παρέσυρε τα πρόβατα, τα σκότωσε
)
Φάρασ.
-Dawk.
Παίρισκεν τα χώματα, παίρισκεν δέντρα με τη ρίζα, φέρ'σκεν πέτρες
(Έπαιρνε τα χώματα, έπαιρνε δέντρα με την ρίζα, έφερνε πέτρες, ενν. το ποτάμι
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα μινdάρια αποκάτω παίρ' τα, πάλι dε παίν'
(Του παίρνει τις μαξιλάρες από κάτω του, πάλι αυτός δεν φεύγει
)
Αξ.
-Dawk.
Τα βιολιά παίρνκανε με τα τραγώδι-α το γαμbρό από το σπίτι
(Οι βιολιτζήδες παίρνανε με τα τραγούδια τον γαμπρό από το σπίτι
)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Να με τα είπεις ασ' τίνα πήρες πράματα· εκείνα τα πράματα νά τα δώκεις σον dόπο τ'νε
(Να μου πεις από ποιόν πήρες πράγματα· εκείνα τα πράγματα να τα δώσεις πίσω στη θέση τους
)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Παιρ' τα γιαράγια τ'
(Παίρνει (μακριά) τις πληγές του
˙
Θεραπεύει τις πληγές του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω τ' γιοργούνη μ'
(Παίρνω (μακριά) την κούρασή μου
˙
Ξεκουράζομαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω το γίdροζ-ου-μ'
(Παίρνω (μακριά) τον ιδρώτα μου
˙
Ξεϊδρώνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρου ντου μελό τ'
(Του παίρνω το μυαλό του
˙
Τον ζαλίζω, τον ξεμυαλίζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήριν ντα άνουμους μυαλά μ'
(Τα πήρε ο άνεμος τα μυαλά μου
˙
Έχασα το μυαλό μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Μο το χουλι-έρι διτ͑' με, μο την γκρατούνα παίρ' τ͑α
(Με το κουτάλι μού το δι, με την κουτάλα μού το παίρνει
˙
Το καλό που μου έκανε του το ακριβοπληρώνω)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Μια κονταριά τον κτύπησε και πήρε τον λαιμόν του
((Τον χτύπησε με μια κονταριά και του έκοψε τον λαιμό))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Εγώ για φαγί δεν ήρτα και για πιοτό δεν ήρτα
ήρτα για τον Ακρίτη σου, να πάρω την ψυχή του (Εγώ δεν ήρθα για φαΐ και δεν ήρθα για ποτό
ήρθα για τον Ακρίτη σου, να πάρω την ψυχή του) Σινασσ. -Αρχέλ.
ήρτα για τον Ακρίτη σου, να πάρω την ψυχή του (Εγώ δεν ήρθα για φαΐ και δεν ήρθα για ποτό
ήρθα για τον Ακρίτη σου, να πάρω την ψυχή του) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Παίρνω μαζί μου κάποιον άνθρωπο ή τον οδηγώ κάπου
ό.π.τ.
:
Παίρει τσ̑ην gόρην dου, παγαίν̑ν̑ει τσ̑η 'ς τένα βεράν̑ι τόπου, κι σέκν̑ει τσ̑η
(Παίρνει την κόρη του, την πηγαίνει σε έναν έρημο τόπο, κι εκεί την αφήνει)
Σίλ.
-Dawk.
Ντo παιί έπερεν ντo κουνδά τ'
(Το αγόρι το πήρε κοντά του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πάλι μπήρκαν μις
(Πάλι μας πήραν (στον στρατό))
Κίσκ.
-Dawk.
Παγαίν', τον παίρν' ασ' το χέρι τ', τον φέρ' στην καμαρά τ'
(Πηγαινει, τον παίρνει από το χέρι, τον φέρνει στο δωμάτιό του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Λέισ̑καν να πάρουν το κορίσ̑' και να το ντώκουν Χαλεπιού το πατισ̑άχο
(Έλεγαν να πάρουν το κορίτσι και να το δώσουν (για σύζυγο) στον βασιλιά του Χαλεπιού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήρτα να σε πάρω 'ς σον αδελφό μου
(Ήρθα να σε πάρω για τον αδερφό μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Έπιασεν ντο απ' τα μαλλιά τ' γκαι πήρεν ντο πήε ντο πατισάχ'
(Το έπιασε απ' τα μαλλιά και το πήρε και το πήγε στον βασιλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ο ασλάνος πήρεν το καπλάνι τζ̑αι χίτσαν, έφυαν μακρά
(Το λιοντάρι πήρε την τίγρη και έτρεξαν, έφυγαν μακριά)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Πήριν τα 'δέλφα του τσ̑΄ έβγκαν ση στράτα
(Πήρε τα αδέλφια του και βγήκαν στο δρόμο)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Η Πεντάμορφη πήρε τον βασιλιά και πήγε στο περιβόλ'
(Η Πεντάμορφη πήρε τον βασιλιά και πήγε στο περιβόλι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πιάσαν dο, και πήραν dο, και πήγαν σο πατισ̑άχο
(Τον έπιασαν και τον πήραν και τον πήγαν στον βασιλιά)
Τελμ.
-Dawk.
Άμε έπαρ' το φσ̑αχόκκο, φέρ' με τα
(Πήγαινε πάρε το αγόρι, φέρ' το μου)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
|| Φρ.
Να σε πάρει ο δι-έβος
(Να σε πάρει ο διάβολος)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Παίρνω το σο κιφάλι μ' απάνω
(Τον παίρνω στο κεφάλι μου απάνω˙ Τον προστατεύω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Είπαν τσ̑ι ντου ναζλιάρι του πήρανι χώρα
(Είπαν ότι τη γυναίκα μου την ναζιάρα την πήραν ξένοι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Λαμβάνω, δέχομαι κάτι που μου δίδεται
ό.π.τ.
:
Να τ' ρώσου π͑αρά, ρεν ντα παίρ'
(Να του δώσω χρήματα, δεν τα παίρνει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πήρε το χαρτσ̑ί
(Έλαβε το γράμμα)
Αραβαν.
-Φωστ.
Άμα πήρα το χαρτιό σ', ασ' τη χαρά μου χέμιν έκλαιγα, χέμιν φίλεινα το
(Όταν έλαβα το γράμμα σου, από τη χαρά μου πότε έκλαιγα, πότε το φίλαγα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μα ρα τσ̑η λίρα κι πε μια γκαλατζ̑ί σου
(Πάρε αυτή τη λίρα και πες μου ένα απ'αυτά τα λόγια σου)
Σίλ.
-Dawk.
Γιάτε να σες πουλήσω, να πάρω λέικκο χασλιέχι
(Ελάτε να σας πουλήσω, να πάρω λίγο χαρτζηλίκι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έπαρ' ιτά ντου πουλ’, μούλου ντου
(Πάρε αυτό το λέπι, κρυψ' το)
Μισθ.
-Dawk.
Καζάνdισε πολλά παράγια, και πολλά μπαχτσ̑ίζ̑ια πήρεν
(Κέρδισε πολλά χρήματα, και πήρε πολλά χρηματικά δώρα)
Αξ.
-Dawk.
"Νά αλτούνα, νάτα"· πήρεν τ' αλτούνα, πήρεν τα
("Να χρήματα, πάρ'τα"· πήρε τα χρήματα, τα πήρε)
Φάρασ.
-Grég.
|| Παροιμ.
Σαμού παίρκεν ο κόσμος χ̇ιλέ, συ σο θύριν bίσου ήσουνε;
(Όταν έπαιρνε ο κόσμος μυαλό, εσύ ήσουν πίσω από την πόρτα;˙ Όταν ο Θεός έβρεχε μυαλό, εσύ κρατούσες ομπρέλα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Κοριτσ̑ού ντίνουν γκαι παίρουν, παιριού χαbάρ' dεν έχουν
(Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ Στο σπίτι του κοριτσιού έχουνε μεγάλες χαρές επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο γάμος είναι τελειωμένη υπόθεση, ενώ στο σπίτι του παλικαριού δεν έχουν είδηση (Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
4. Κυριεύω, κερδίζω, παίρνω στην κατοχή μου
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ.
:
Πήρεν τζ̑αι το φσ̑άχι
(Κέρδισε και το παιδί (ως έπαθλο στα ζάρια))
Φάρασ.
-Dawk.
Ογώ να τα πάρου ούλα
(Εγώ θα τα κερδίσω όλα (τα βελανίδια του παιχνιδιού αβαλάντζα))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το κάστρο παρτήχεν
(Το κάστρο κυριεύτηκε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όταν πέθαινκε ένας χωρίς συγγενείς, ήτουνε τα κτήματά του πια χέρσα· όποιος ήθελε τα όργιζε αλλά όποιος πρόφταινε τα παίρκε
(Όταν πεέθαινκε ένας χωρίς συγγενείς, ήτανε πια τα κτήματά του χωρίς ιδιοκτήτη· όποιος ήθελε τα όργωνε αλλά όποιος πρόφταινε τα έπαιρνε)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Έπαρ' τα ας γενούν το σόν
(Πάρ' τα, ας γίνουν δικά σου, ενν. τα πρόβατα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Πήρεν τα βασιλέγας τα πράματά μ’
(Ο βασιλιάς μου πήρε την περιουσία μου)
Ανακ.
-Cost.
|| Φρ.
Παίρω πρόσωπο
(Παίρνω, κερδίζω πρόσωπο˙ παίρνω θάρρος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρω τ' καργιά τ'
(Παίρνω, κερδίζω την καρδιά του (με τη συμπεριφορά μου)˙ Του ζητώ συγγνώμη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Kι εγ' αν πάρω το κάστρο τ' είναι τα δώρα μου;
((Κι εγώ αν καταλάβω το κάστρο ποια θα είναι η αμοιβή μου;))
Σινασσ.
-Αρχέλ.
5. Αγοράζω
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Τ' οχά ντου παιρνόσκαμ' ντα τέσσερα γρούσ̑α
(Την οκά την αγοράζαμε 4 γρόσια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σώροψε λίγα παρέγια κι ας̑ άμ' σο Κάστρο να πάρουμ' λίγο κάbοτο
(Μάζεψε λίγα χρήματα και να πάμε στο κάστρο ν' αγοράσουμε λίγο κάμποτο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήρτεν σο χωρίο πήρε κρα̈́ς, πήρε 'λεύρι, έφαγαν οι κόρες του
(Ήρθε στο χωριό· αγόρασε κρέας, αγόρασε αλεύρι, έφαγαν οι κόρες του)
Φάρασ.
-Dawk.
Έβγκαλε ο βασιλός έξε σ̑ίλε λίρες. Δώτζ̑εν ντα· πήρεν ντο μαχτσούμι
(Έβγαλε ο βασιλιάς 6.000 λίρες. Τις έδωσε· αγόρασε το μωρό)
Φάρασ.
-Dawk.
Πού'α τα ξύ'α σου, έπαρ' με τζ̑αι μένα λαϊκκο γα' να πω
(Πούλα τα ξύλα σου, πάρε μου κι εμένα λίγο γάλα να πιώ)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πήριν 'σ' τ' εν τσομπάνο άλειμμα τζ̑αι τυρί, με τζ̑ο δώκεν 'σ' τη μερέ του κοτσ̑ί, κ'θάρι
(Πήρε από έναν βοσκό βούτυρο και τυρί, αλλά δεν έδωσε από την πλευρά του στάρι, κριθάρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Δώτσ̑ι μι κατό ραχμίδα πήριν τα
(Μου έδωσε 100 δραχμές και το πήρε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Ντράνα το κενάρι τ' κι έπαρ' το πανί
(Κοίτα την ούγια και πάρε το πανί˙ Τα παιδιά μοιάζουν με την μάνα τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αγοράζω, ψωνίζω
6. Προσλαμβάνω κάποιον ή του αναθέτω κάτι
Φάρασ.
:
Παίρνκαμε καμιά φορά και τον παπά να κάνει λειτουργία σε ξωκκλήσι
(Παίρναμε καμιά φορά και τον παπά να κάνει λειτουργία σε ξωκλήσι)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Πην τζ̑αι πήρεν το γουβάλι μάρτυρα τεΐ
(Πήγε και πήρε το βουβάλι για μάρτυρα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Αράτσαν α σπίτι, να 'ινούνε μισαφούρ'· κανείς τζ̑ο πήρεν dα μισαφούρ'
(Έψαχναν ένα σπίτι για να φιλοξενηθούν· κανείς δεν τους πήρε ως φιλοξενούμενους)
Φάρασ.
-Dawk.
β.
Υιοθετώ
Μισθ., Φάρασ.
:
Πήρα χώρας παιί
(Υιοθέτησα ξένο παιδί
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Η θεία μου πήρε ένα πάσταρδο και το μεγάλωσε. Ήξεραν από πού ήτουνε αλλά το παίρκανε και το μεγαλώνανε. Αυτή που το παίρκε δίνκε δικό της όνομα
(Η θεία μου πήρε ένα νόθο και το μεγάλωσε. Ήξεραν από πού είναι αλλά το παίρνανε και το μεγαλώνανε. Αυτή που το έπαιρνε του έδινε και το δικό της όνομα
)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
7. Παντρεύομαι
Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Το Ντουνιά Γκϋζελί έπερέν ντο ιτό γκαι σΰρσαν σεφά
(Πήρε για γυναίκα του την Πεντάμορφη του Κόσμου και έζησαν ευτυχισμένα )
Ουλαγ.
-Dawk.
Πατισαχ̇ιού ντο παιί έπ'κε γκάμος γκαι ντο Ανάσ̑α πήρεν ντο ναίκα
(Το παιδί του βασιλιά έκανε γάμο και την Αναστασία την πήρε γυναίκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το φσ̑άχι πήρε του βασιλό την κόρη
(Ο νεαρός παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σ̑υ έγερ να μ' bάρεις, 'γώ σένα φυλάττου σου
(Αν θα με παντρευτείς, θα σε προφυλάξω)
Σίλ.
-Dawk.
Αν ντα πάρου· αφ φυγώ
(Θα την παντρευτώ και στο εξής θα είμαι μακριά σας)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Είπεν ντι κι "Ε, υιό μου, τίνα 'α παρ;". Είπεν ντι κι "'α πάρω το γαϊρίδι μας;". Είπεν ντι κι ο νταντάς του "Ε, υιο μμου, δομένο είσαι· το γαϊρίδι πάλι ναίκας τόπας παίρνουν ντα;". Είπεν ντι τζ̑αι ο υιός του "'γώ 'αν ντα πάρω". Πήρεν το γαϊρίδι
(Είπε «Ε, γιε μου, ποια θα παντρευτείς;". Είπε "Θα παντρευτώ το γαϊδούρι μας". Είπε κι ο πατέρας του "Γιε μου, παλάβωσες· παντρεύεται κανείς γαϊδούρι αντί για για γυναίκα;". Είπε κι ο γιος του "Εγώ θα το παντρευτώ". Παντρεύτηκε το γαϊδούρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Έπαρ' με του βασιλό dην gόρη
(Πάρε με για άντρα της κόρης του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Χώρας το κορίτζι μου τα παίρ'
(Ξένο κορίτσι δεν θα παντρευτείς)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Gαι σόνα νισ̑ανάν'σαν γκαι πήραν ντα ναίκα τ'νε
(Και μετά παντρεύτηκαν και πήραν τις γυναίκες τους)
Ουλαγ.
-Dawk.
'κό σου κόρη πάρει του σταχτητζ̑ή
(Η δική σου κόρη θα παντρευτεί τον σταχτοπώλη)
Σίλ.
-Dawk.
Τούρκος είμαι να πάρω 5 ναίκες;
(Τούρκος είμαι για να πάρω 5 γυναίκες;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Όνdουνους κορίτσι 'α πάρει, να 'κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι 'στέρου νdα πάρει
(Οποιανού κορίτσι θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει˙ Να μην παντρεύεται κανείς προτού γνωρίσει έστω και λίγο την γυναίκα που θα πάρει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Γ'ρεπ' το τεζγκάχι του τσ̑ι έπαρ' το πανί· γ'ρεπ' τσ̑αι τη μάνα, έπαρ' την γκόρη
(Κοίταξε τον αργαλείο και πάρε το πανί· κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη˙ Στο νοικοκυριό και στον χαρακτήρα οι κόρες μοιάζουνε πάντα στις μητέρες τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δοικώ, εβλεντίζω :1
8. Χωράω, έχω χωρητικότητα
Μισθ.
:
Τι άρες παίρισ̑κεν κετσ̑ούκα;
(Τι άραγες χώραγε η ακατσούκα;)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Συνών.
χωρώ
9. Μένω έγκυος
Μισθ.
:
Χελύκα πήρι
(Το θηλυκό έπιασε (παιδί))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
βαρυνίσκω :3, γγαστρώνω, κακοψυχώ :1, φορτώνω :3
10. Αρχίζω
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ.
:
Καιρός πήρε σκοτείνιανε, βρέισκεν και βροχός
(Ο καιρός άρχισε να σκοτεινιάζει, έρριχνε και βροχή)
Μισθ.
-Αρχέλ.
Έβgην ο τσ̑υνογάρ', πήριν να υλέσ̑ει
(Βγήκε ο αετός, άρχισε να κρώζει)
Αφσάρ.
-Dawk.
Συνών.
μπασλαντίζω :1
Τροποποιήθηκε: 17/06/2025