ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παίρνω (ρ.) παίρνω [ˈperno] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ. παίρνου [ˈpernu] Μισθ., Σίλ. παίρω [ˈpero] Ανακ., Αξ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. παίρου [ˈperu] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ. Παρατατ. έπαιρνα [ˈeperna] Αξ. παίρνισκα [ˈperniska] Αραβ., Σινασσ. παιρνόσκα [perˈnoska] Σίλ. παίρισ̑κα [ˈperiʃka] Αξ., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Φλογ. παίριξα [ˈperiksa] Μισθ. παίρκα [ˈperka] Φάρασ. παίρνκα [ˈperŋka] Φάρασ. bήρκα [ˈbirka] Κίσκ. πήρινα [ˈpirina] Σίλ. πηρίνοσκα [piˈrinoska] Σίλ. Αόρ. πήρα [ˈpira] Αφσάρ., Καππ., Σίλ., Φάρασ. πήρανα [ˈpirana] Φάρασ. επήρα [eˈpira] Ουλαγ., Τελμ. έπηρα [ˈepira] Ουλαγ. έπερα [ˈepera] Ουλαγ. Υποτ. πάρω [ˈparo] Καππ., Φάρασ. πάρου [ˈparu] Σίλ., Τσουχούρ. bάρου [ˈbaru] Σίλ. Προστ. Εν. έπαρε [ˈepare] Ανακ., Ποτάμ. έπαρ' [ˈepar] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. έbαρ' [ˈebar] Φάρασ. άπαρ' [ˈapar] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. πάρ' [par] Μισθ., Φάρασ. μα [ma] Αραβαν., Μισθ., Σίλ. Πληθ. επάρετε [eˈparete] Τελμ. Αόρ. Παθ. επάρτα [eˈparta] Σινασσ. παρτήχα [parˈtixa] Αξ. Παθ. Μτχ. παιρημένο [pariˈmeno] Ουλαγ. Μεσν. παίρνω από το επαίρνω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. από το αρχ. ἐπαίρω = σηκώνω και τοποθετώ, με μεταπλ. σε -νω (πβ. φέρω-φέρνω). Το νεότ. παίρω από το (και) μσν. επαίρω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Οι σημ. 2 και 5 είναι μεσν. Αν όντως η σημ. 6 είναι στην κοινή ν.ε. σημασιολ. δάν. το γαλλ. prendre (ΛΚΝ, λήμμα παίρνω), τότε και η χρήση αυτή στην Σίλλη θα πρέπει να θεωρηθεί ως δάν. από την κοινή ν.ε. Η φρ. παίρου ντου οπίσ' είναι νεότ. Η σημ. 1α είναι νεότ. Η φρ. παίρω το ομbροτιονό τ' πιθανώς ανάγεται στην τουρκ. φρ. önünü almak = το μπροστινό του παίρνω, προλαβαίνω κίνδυνο. Η φρ. έπαιρα το κεφάλι μ' και άφηκα πήγα είναι μεταφρ. δάν. του τουρκ. kafalarını aldılar brakdılar gittiler. Για την φρ. παίρω σο στόμα μου πβ. την τουρκ. φρ. ağzima almak.
1. Πιάνω κάτι, συνήθως για να το έχω μαζί μου ή στην κατοχή μου ή για να το μεταφέρω κάπου, αποκτώ : Παγαίν', τον παιρν' ασ' το χέρι τ', τον φέρ' στην καμαρά τ' (Πηγαι, τον παίρνει από το χέρι, τον φέρνει στο δωμάτιό του) Σινασσ. -Αρχέλ. Κι ένα παίρ' το και πα' (Επίσης το παίρνει και πηγαι) Ανακ. -Cost. Να τ' ρώσου π͑αρά, ρεν ντα παίρ' (Να του δώσω χρήματα, δεν τα παίρνει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μήα τζ̑ο παίρετε; (Μήλα δεν παίρνετε;) Φάρασ. -Dawk. 'στέρια παίρισκαν το τσι πηάισκαν του σα μορμόρια ορτά (Ύστερα το παίρναν (το πτώμα) και το πηγαίναν προς τα μνήματα) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Παίριξαμ' ντου ντοξάρ' τσι παίνιξαμ' να μποίκουμ' γιοργάνια (Παίρναμε την ντεξάρα και πηγαίναμε να κάνουμε παπλώματα) Μισθ. -Κοτσαν. Πάλι μπήρκαν μις (Πάλι μας πήραν (στον στρατό)) Κίσκ. -Dawk. Εκείνο ας το πήρες (Εκείνο παρ' το) Ανακ. -Cost. Πήρι τ' μασ̑αίρι (Πήρε το μαχαίρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. «Το 'μο 'ναι» ντεΐ, πήρε το (Λέγοντας "δικό μου είναι», το πήρε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήγ'ρεψεν κι ένι αdζ̑ά αν ξύο σον ντιέχο τενdεμένο. Πήρεν ντα (Είδε ότι υπήρχε ένας ξύλο ακουμπισμένο στον τοίχο. Το πήρε) Φάρασ. -Dawk. Και εκεί το τζ̑αdι̂́ αbέσε επήγε, επήρεν ένα φουτσ̑ί και κάλεψεν ση μέσ̑ου τ' και πήγεν σα φσ̑άχα και ήβρεν ντα (Και αυτή η άθλια μάγισσα έφυγε από εκεί και πήρε ένα βαρέλι και το καβάλησε στη μέση του και πήγε στα παιδιά και τα βρήκε) Τελμ. -Dawk. Απ' το κ͑αζάν' μέσα έπηρε ένα ντιρέμ' κιριάς και έφαεν. (Πήρε ένα δράμι κρέας από το καζάνι κι έφαγε) Ουλαγ. -Dawk. Do παιί έπερεν ντo κουνδά τ' (Το αγόρι το πήρε κοντά του) Ουλαγ. -Dawk. Λέισ̑καν να πάρουν το κορίσ̑' και να το ντώκουν Χαλεπιού το πατισ̑άχο (Έλεγαν να πάρουν το κορίτσι και να το δώσουν (για σύζυγο) στον βασιλιά του Χαλεπιού) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σε υπάγου σε τα πάρου (Θα πάω να τα πάρω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ηρτ' ο τζ̑υνοάρ να πάρει τον αγό (Ήρθε ο αετός να πάρει τον λαγό) Φάρασ. -Lag. Έπαρ' ιτά ντου πουλ', μούλου ντου (Πάρε αυτό το λέπι, κρυψ' το) Μισθ. -Dawk. Έμπαρ' αdέ το φτερό μου (Πάρε αυτό το φτερό μου) Φάρασ. -Dawk. Άπαρ' τούτου, ρωσ' τα τσ̑η Γεωργία (Πάρε αυτό, δώσ' το στην Γεωργία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Επάρετέ το και 'μετε 'ς το ντενgίσ̑' και bατι̂́ρντiσέτε το τρία φοράς (Πάρτε το και πηγατε στην θάλασσα και βουτήξτε το τρεις φορές) Τελμ. -Dawk. Μα ρα τσ̑η λίρα κι πε μνια γκαλαdζ̑ί σου (Πάρε αυτή τη λίρα και πες μου ένα απ'αυτά τα λόγια σου) Σίλ. -Dawk. Φοήθα τζ̑ο πήριτ' τα (Φοβήθηκα μήπως δεν τα πάρετε) Αφσάρ. -Αναστασ. Η νύφη ό,τι ρούχα είχε τα παίρκε μαζί της (Η νύφη ό,τι ρούχα είχε τα έπαιρνε μαζί της) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Νάαταρα παράδια γρεύεις έπαρ' τα (Πάρε όσα λεφτά θέλεις) Φάρασ. -Bağr. Το κορτσ̑όκ-κου τσ̑ιπ ατα̈́ πήριν τα τσ̑αι πήιν τα ση τσ̑ατσ̑ιγαρίσσα (Το κοριτσάκι τα πήρε όλα αυτά και τα πήγε στην μάγισσα) Φάρασ. -Bağr. || Φρ. Παίρνω το άχτι μ' (Παίρνω το άχτι μου˙ Εκδικούμαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παίρνω το σο κιφάλι μ' απάνω (Τον παίρνω στο κεφάλι μου απάνω˙ Τον προστατεύω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παίρνω το σολουχού μ' (Παίρνω την αναπνοή μου˙ Αναπνέω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παίρου σολούχ' (Παίρνω αναπνοή˙ Αναπνέω) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρω σολούκ' (Παίρνω αναπνοή˙ Αναπνέω) Ουλαγ. -Κεσ. Παίρω καdζ̑ί (Παίρνω λόγια˙ Πείθομαι) Φάρασ. -Ανδρ. Παίρω αμασία (Παίρνω όρκο) Φάρασ. -Dawk. Παίρω το καdζ̑ί μου ξωπίσου (Παίρνω πίσω τον λόγο μου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Παίρου ντου οπίσ' (Το παίρνω πίσω˙ Το αναιρώ (αυτό που είπα ή υποσχέθηκα)) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου ντου όιμα μ' οπίσ' (Παίρνω το αίμα μου πίσω˙ Εκδικούμαι) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου ντου μελό τ' (Του παίρνω το μυαλό του˙ Τον ζαλίζω, τον ξεμυαλίζω) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου ντου στράδα (Παίρνω δρόμο˙ Παίρνω τον δρόμο) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου τση στράτα (Παίρνω τον δρόμο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παιρ' τη στράταν bρον ντου (Παίρνει τον δρόμο μπροστά του˙ Ξεκινά, παίρνει τον δρόμο) Φάρασ. -Ανδρ. Παίρου τάρρος (Παίρνω θάρρος˙ Γίνομαι θαρρετός) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου πάτος (Παίρνω πάθημα˙ Αρρωσταίνω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίρου ντασάχια (Παίρνω αρχίδια˙ Δεν αποκομίζω τίποτα, καταστρέφομαι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίρου γκιάβις (Παίρνω μηρυκασμό˙ Μηρυκάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρου ντου τσουφάλι τ' (Του παίρνω το κεφάλι του˙ Τον αποκεφαλίζω) Μισθ. -Κοτσαν. Κρου' τσ̑αι παίρει (Χτυπά και παίρνει˙ Δι και παίρνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πήρις τεκεινιού ντου τόπους (Πήρες τη θέση εκείνου˙ Υπερασπίστηκες εκείνον) Μισθ. -Κοτσαν. Πήρα ντου 'ς σου γουργούρι μ' (Τον πήρα στον λαιμό μου˙ Τον κορόιδεψα) Μισθ. -Κοτσαν. Πήρα ντου χαbάρ' (Τον πήρα χαμπάρι˙ Τον πήρα είδηση) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρω χαπάριν (Παίρνω χαμπάρι˙ Παίρνω είδηση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Έπερα το κεφάλι μ' και άφηκα πήγα (Πήρα το κεφάλι μου και άφησα, πήγα˙ Έφυγα μακριά) Ουλαγ. -Dawk. Παίρω το κεφάλι μ' και παίνω (Παίρνω το κεφάλι μου και πηγαίνω˙ Απελπισμένος φεύγω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήρα τ' απάνου μ' (Πήρα τ' απάνω μου˙ Συνήλθα) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρω απάνω μ' (Παίρνω απάνω μου˙ Συνέρχομαι, παχαίνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω κάτω (Παίρνω κάτω˙ Υποχωρώ, δεν επιμένω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήρε το κατόψα τ' (Τον πήρε στο κατόπι του˙ Τον παρακολούθησε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γιούπνους μου παίρνει (Με παίρνει ο ύπνος˙ Αποκοιμιέμαι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήρε με ύπνος (Με πήρε ύπνος˙ Αποκοιμήθηκα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήριν ντα άνουμους μυαλά μ' (Τα πήρε ο άνεμος τα μυαλά μου˙ Έχασα το μυαλό μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να σε παρ' άνομος (Να σε πάρει άνεμος˙ (κατάρα)) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παίρω το ομbροτιονό τ' (Παίρνω το μπροστινό του˙ Προλαβαίνω το κακό) -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω το σελάμι τ' (Παίρνω τον χαιρετισμό του˙ Αντιχαιρετώ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω το στο μέταπο μ' (Το παίρνω στο μέτωπό μου˙ Το αποφασίζω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω σο στόμα μου (Παίρνω στο στόμα μου˙ Κάνω λόγο για κάποιον) Φάρασ. -Αναστασ. || Παροιμ. Κοριτσ̑ού ντίνουν γκαι παίρουν, παιριού χαbάρ' dεν έχουν (Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ Στο σπίτι του κοριτσιού έχουνε μεγάλες χαρές επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο γάμος είναι τελειωμένη υπόθεση, ενώ στο σπίτι του παλικαριού δεν έχουν είδηση (Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μο το χουλι-έρι διτ͑' με, μο την γκρατούνα παίρ' τ͑α (Με το κουτάλι μού το δι, με την κουτάλα μού το παίρνει˙ Το καλό που μου έκανε του το ακριβοπληρώνω) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σαμού παίρκεν ο κόσμος χ̇ιλέ, συ σο θύριν bίσου ήσουνε; (Όταν έπαιρνε ο κόσμος μυαλό, εσύ ήσουν πίσω από την πόρτα;˙ Όταν ο Θεός έβρεχε μυαλό, εσύ κρατούσες ομπρέλα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Dράνα το κενάρι τ' κι έπαρ' το πανί (Κοίτα την ούγια και πάρε το πανί˙ Τα παιδιά μοιάζουν με την μάνα τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'σ' το χρουφελέτη, να 'νι ψημένο φαΐ, παρ' τα (Από τον χρεωφειλέτη, και μαγειρεμένο να' ναι, παρ' το˙ Όταν κάποιος σου χρωστά, κοίτα να πάρεις το χρέος σου όπως κι αν σου το δώσει πίσω) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Είπαν τσ̑ι ντου ναζλιάρι του πήρανι χώρα (Είπαν ότι τη γυναίκα μου την ναζιάρα την πήραν ξένοι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παρ' του, παρ' του ντου μαλλίλάχτου, λάχτου σο σ̑αλβάρι (Παρ' το, παρ' το το μαλλί, κλώτσα το, κλώτσα το μέσα στο σαλβάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Απομακρύνω κάτι από κάπου : Τα βιολιά παίρνκανε με τα τραγώδι-α το γαμbρό από το σπίτι (Οι βιολιτζήδες παίρνανε με τα τραγούδια τον γαμπρό από το σπίτι ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Φρ. Παιρ' τα γιαράγια τ' (Παίρνει (μακριά) τις πληγές του ˙ Θεραπεύει τις πληγές του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω τ' γιοργούνη μ' (Παίρνω (μακριά) την κούρασή μου ˙ Ξεκουράζομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω το γίdρωζ μου (Παίρνω (μακριά) τον ιδρώτα μου ˙ Ξεϊδρώνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω τ' χολή μ' (Παίρνω (μακριά) την χολή μου ˙ Ξεθυμαίνω) -Μαυρ.-Κεσ.
2. Κυριεύω, κερδίζω, παίρνω στην κατοχή μου Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ. : Πήρεν τζ̑αι το φσ̑άχι (Κέρδισε και το παιδί (ως έπαθλο στα ζάρια)) Φάρασ. -Dawk. Ογώ να τα πάρου ούλα (Εγώ θα τα κερδίσω όλα (τα βελανίδια του παιχνιδιού αβαλάντζα)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ήρτα να σε πάρω 'ς σον αδελφό μου (Ήρθα να σε πάρω για τον αδερφό μου) Φάρασ. -Dawk. Το κάστρο παρτήχεν (Το κάστρο κυριεύτηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έπιασεν ντο απ' τα μαλλιά τ' γκαι πήρεν ντο πήε ντο πατισάχ' (Το έπιασε απ' τα μαλλιά και το πήρε και το πήγε στον βασιλιά) Ουλαγ. -Κεσ. Όταν πεέθαινκε ένας χωρίς συγγενείς, ήτουνε τα κτήματά του πια χέρσα. Όποιος ήθελε τα όργιζε αλλά όποιος πρόφταινε τα παίρκε (Όταν πεέθαινκε ένας χωρίς συγγενείς, ήτανε πια τα κτήματά του χωρίς ιδιοκτήτη. Όποιος ήθελε τα όργωνε αλλά όποιος πρόφταινε τα έπαιρνε) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Έπαρ' τα ας γενούν το σόν (Πάρ' τα, ας γίνουν δικά σου, ενν. τα πρόβατα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Φρ. Παίρω πρόσωπο (Παίρνω, κερδίζω πρόσωπο˙ Παίρνω θάρρος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω τ' καργιά τ' (Παίρνω, κερδίζω την καρδιά του (με τη συμπεριφορά μου)˙ Του ζητώ συγνώμη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίρω τ' νάκρα τ' (Παίρνω, κερδίζω την άκρη του (το τελείωμα κάποιου πράγματος)˙ Φτάνω στο τέρμα, αποσώνω κάτι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να σε πάρει ο δι-έβος (Να σε πάρει ο διάβολος) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
3. Αγοράζω Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Τ' οχά ντου παιρνόσκαμ' ντα τέσσερα γρούσ̑α (Την οκά την αγοράζαμε 4 γρόσια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σώροψε λίγα παρέγια κι ας̑ άμ' σο Κάστρο να πάρουμ' λίγο κάbοτο (Μάζεψε λίγα χρήματα και να πάμε στο κάστρο ν' αγοράσουμε λίγο κάμποτο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έβγκαλε ο βασιλός έξε σ̑ίλε λίρες. Δώdζ̑εν ντα· πήρεν ντο μαχτσούμι (Έβγαλε ο βασιλιάς 6.000 λίρες. Τις έδωσε· αγόρασε το μωρό) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αγοράζω, ψωνίζω, ακούω
4. Υιοθετώ Μισθ., Φάρασ. : Πήρα χώρας παιί (Υιοθέτησα ξένο παιδί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Η θεία μου πήρε ένα πάσταρδο και το μεγάλωσε. Ήξεραν από πού ήτουνε αλλά το παίρκανε και το μεγαλώνανε. Αυτή που το παίρκε δίνκε δικό της όνομα (Η θεία μου πήρε ένα νόθο και το μεγάλωσε. Ήξεραν από πού είναι αλλά το παίρνανε και το μεγαλώνανε. Αυτή που το έπαιρνε του έδινε και το δικό της όνομα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
5. Παντρεύομαι Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ. : Χώρας το κορίτζι μου τα παιρ (Ξένο κορίτσι δεν θα παντρευτείς) Τσουχούρ. -Dawk. Ετό τη φορά δεν bόρεσε να παρ' το λόγο τ΄ πισω, γιατί το βασιλ΄ποπαιδο θα την παίρνισκεν και χωρίς την άδεια του βασιλιά (Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να πάρει τον λόγο του πίσω, επειδή το βασιλόπουλο θα την παντρευόταν και χωρίς την άδεια του βασιλιά) Σινασσ. -Αρχέλ. Το Ντουνιά Gϋζελή έπερέν ντο ιτό γκαι σΰρσαν σεφά (Πήρε για γυναίκα του την Πεντάμορφη του Κόσμου και έζησαν ευτυχισμένα ) Ουλαγ. -Dawk. Πατισαχγιού ντο παιί έπ'κε γκάμος γκαι ντο Ανάσ̑α πήρεν ντο ναίκα (Το παιδί του βασιλιά έκανε γάμο και την Αναστασία την πήρε γυναίκα) Ουλαγ. -Κεσ. Σ̑υ έγερ να μ' bάρεις, 'γώ σένα φυλάττου σου (Αν θα με παντρευτείς, θα σε κρατήσω ασφαλή) Σίλ. -Dawk. Αν ντα πάρου· αφ φυγώ (Θα την παντρευτώ και στο εξής θα είμαι μακριά σας) Τσουχούρ. -Dawk. Είπεν ντι κι "Ε, υιό μου, τίνα 'α παρ;". Είπεν ντι κι "'α πάρω το γαϊρίδι μας;". Είπεν ντι κι ο νταντάς του "Ε, υιο μμου, δομένο είσαι· το γαϊρίδι πάλι ναίκας τόπας παίρνουν ντα;". Είπεν ντι τζ̑αι ο υιός του "'γώ 'αν ντα πάρω". Πήρεν το γαϊρίδι (Είπε "Ε, γιε μου, ποια θα παντρευτείς;". Είπε "Θα παντρευτώ το γαϊδούρι μας". Είπε κι ο πατέρας του "Γιε μου, παλάβωσες· παντρεύεται κανείς γαϊδούρι αντί για για γυναίκα;". Είπε κι ο γιος του "Εγώ θα το παντρευτώ". Παντρεύτηκε το γαϊδούρι) Φάρασ. -Dawk. Έπαρ' με του βασιλό dην γκόρη (Πάρε με για άντρα της κόρης του βασιλιά) Φάρασ. -Dawk. Gαι σόνα νισ̑ανάν'σαν γκαι πήραν ντα ναίκα τ'νε (Και μετά παντρεύτηκαν και πήραν τις γυναίκες τους) Ουλαγ. -Dawk. Κό σου κόρη πάρει του σταχτητζ̑ή (Η δική σου κόρη θα παντρευτεί τον σταχτοπώλη) Σίλ. -Dawk. || Παροιμ. Όνdουνους κορίτσι 'α πάρει, να 'κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι 'στέρου νdα πάρει (Οποιανού κορίται θα πάρει, ν' ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει˙ Να μην παντρεύεται κανείς προτού γνωρίσει έστω και λίγο την γυναίκα που θα πάρει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γ'ρεπ' το τεζγκάχι του τσ̑ι έπαρ' το πανί· γ'ρεπ' τσ̑αι τη μάνα, έπαρ' την γκόρη (Κοίταξε τον αργαλείο και πάρε το πανί· κοίταξε και τη μάνα, πάρε την κόρη˙ Στο νοικοκυριό και στον χαρακτήρα οι κόρες μοιάζουνε πάντα στις μητέρες τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. δοικώ, εβλεντίζω :1
6. Χρησιμοποιώ μεταφορικό μέσο Σίλ. : Οπ' Μερσίνη πήραμι βαπόρι (Από τη Μερσίνα πήραμε βαπόρι) Σίλ. -Κωστ.Σ.
7. Αναθέτω σε κάποιον κάτι Φάρασ. : Παίρνκαμε καμιά φορά και τον παππά να κάνει λειτουργία σε ξωκλήσι (Παίρναμε καμιά φορά και τον παππά να κάνει λειτουργία σε ξωκλήσι) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
8. Χωρώ, έχω χωρητικότητα Μισθ. : Τι άρες παίρισ̑κεν κετσ̑ούκα; (Τι άραγες χώραγε η ακατσούκα;) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Συνών. χωρώ
9. Μένω έγκυος Μισθ. : Χελύκα πήρι (Το θηλυκό έπιασε (παιδί)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γγαστρώνω