ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παιδίτσι (ουσ.) παιρίσ̑' [peˈriʃ] Αραβαν. Πληθ. παιδίτσια [peˈðitsça] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. παιδίτσι, το οπ. μαρτυρείται στην Καππ. ήδη από την μεσν. περίοδο, στους αραβόγραφους ελληνικούς στ. του Σουλτάν Walad (πβ. «Πόσα λαλείς γοιον παιδίτζι, Πείνασα εγώ, θέλω φαγί», Δέδες 1993: 17). Aπαθής η λ. μόνο σε ακριτικά άσμ. (Αϊνατζόγλου 1883: 27), Αλεκτορίδης (1883: 718). Πβ. ποντ. παιδίτζιν.
Αγόρι, μόνο στη φρ. παιρίσ̑'-κορίσ̑' = αγόρι-κορίτσι, που την έλεγαν μαδώνντας τα πέταλα μαργαρίτας, προκειμένου να μαντέψουν αν η έγκυος θα κάνει αγόρι ή κορίτσι Αραβαν. : || Ασμ. Και λέγ' με το γιαυτό τ', κάπου τα παιδίτσ̑α μου και κάπου τα παιδιά μου
τα παιδιά μου τα διώχνουν
(Και μονολογεί, κάπου τα αγόρια μου και τα παιδιά μου,
τα παιδιά μου τα κυνηγούν)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. κουλάκι, παιδί