πάθος
(ουσ. ουδ.)
πάτος
[ˈpatos]
Μισθ., Τροχ.
πάθο
[ˈpaθo]
Αραβαν., Φλογ.
πόθος
[ˈpoθos]
Ανακ.
Πληθ.
πάθοϊα
[ʹpaθoja]
Μισθ.
Aπό το αρχ. ουσ. πάθος.
Αρρώστια, πάθηση
ό.π.τ.
:
Πήρα πάτος
(Αρρώστησα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γένην καλά και τον πόθο μου αφήκα το εκεί και ήρτα
(Έγινα καλά και την αρρώστια μου την άφησα εκεί (ενν. στην εκκλησία) και ήρθα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Δόξα σοι ο Θεός, γούλτωσα ασ' σο πάθο μ'
(Δόξα σοι ο Θεός, γλύτωσα από την αρρώστια μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Γερό 'μι, γερό 'μι, πάτος ντεν έχου
(Γερή είμαι, γερή είμαι, δεν έχω καμία πάθηση)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αγρί :2, αστεναριά, αστένειος
Τροποποιήθηκε: 22/05/2025