πάθος
(ουσ. ουδ.)
πάτος
[ˈpatos]
Μισθ.
πάθο
[ˈpaθo]
Αραβαν., Φλογ.
πόθος
[ˈpoθos]
Ανακ.
Aπό το αρχ. ουσ. πάθος.
Αρρώστια
ό.π.τ.
:
Πήρα πάτος
(Αρρώστησα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γένην καλά και τον πόθο μου αφήκα το εκεί και ήρτα
(Έγινα καλά και την αρρώστια μου την άφησα εκεί (ενν. στην εκκλησία) και ήρθα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Δόξα σοι ο Θεός, γούλτωσα ασ' σο πάθο μ'
(Δόξα σοι ο Θεός, γλύτωσα από την αρρώστια μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
σουλάιμα :2, τασά :1