ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάθος (ουσ. ουδ.) πάτος [ˈpatos] Μισθ. πάθο [ˈpaθo] Αραβαν., Φλογ. πόθος [ˈpoθos] Ανακ. Aπό το αρχ. ουσ. πάθος.
Αρρώστια ό.π.τ. : Πήρα πάτος (Αρρώστησα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γένην καλά και τον πόθο μου αφήκα το εκεί και ήρτα (Έγινα καλά και την αρρώστια μου την άφησα εκεί (ενν. στην εκκλησία) και ήρθα) Ανακ. -Κωστ.Α. Δόξα σοι ο Θεός, γούλτωσα ασ' σο πάθο μ' (Δόξα σοι ο Θεός, γλύτωσα από την αρρώστια μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. σουλάιμα :2, τασά :1