παζαρλίκι ( ουσ. ουδ.
)
παζαρλιέχ̇ι
[pazarliˈexi]
Φάρασ.
Πληθ.
παζαρλι̂́χ̇ια
[pazarˈlɯxia]
Φλογ.
...
παζαρτζής
(ουσ. αρσ.)
παζαρτζής
[pazarˈdzis]
Μισθ.
μπαζαρτσής
[bazarˈtsis]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. παζαρτζής = έμπορος της αγοράς, δάν. από το τουρκ. ουσ. pazarcı = πωλητής σε υπαίθριο παζάρι.
Αγοραστής, που κάνει παζάρια για να αγοράσει κάτι
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025