παζαρτζής
(ουσ.)
παζαρτζής
[pazarˈdzis]
Μισθ.
μπαζαρτσής
[bazarˈtsis]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. παζαρτζής = έμπορος της αγοράς, δάν. από το τουρκ. pazarcı.
Αγοραστής, που κάνει παζάρια για να αγοράσει κάτι