ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παζαρτζής (ουσ. αρσ.) παζαρτζής [pazarˈdzis] Μισθ. μπαζαρτσής [bazarˈtsis] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. παζαρτζής = έμπορος της αγοράς, δάν. από το τουρκ. ουσ. pazarcı = πωλητής σε υπαίθριο παζάρι.
Αγοραστής, που κάνει παζάρια για να αγοράσει κάτι
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025