παζαρλίκι
(ουσ. ουδ.)
παζαρλιέχ̇ι
[pazarliˈexi]
Φάρασ.
Πληθ.
παζαρλι̂́χ̇ια
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. pazarlık = α) παζάρεμα, διαπραγμάτευση β) συμφωνία.
1. Συμφωνία
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Του σπιτού το παζαρλΐεχι σου ρουσ̑ού τό παζαρλϊέχι τζ̑ο ούτϊέ· του ρουσ̑ού πάλι τό παζαρλϊέχι σου σπιτου τζ̑ο ουτιέ
(Του σπιτιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του βουνού την συμφωνία· και του βουνιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του σπιτιού˙ Η κάθε περίσταση είναι διαφορετική)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Στον πληθ., έθιμο κατά το οπ. προ του γάμου η οικογένεια μεταβαίνει στην πόλη για να αγοράσει τα απαραίτητα
Φλογ.
:
Πήγαμε σο Νεβσ̑εχίρ σα παζαρλίχ̇ια, πήραμε ό,τι κειόταν ιλαζίμια
(Πήγαμε στη Νεάπολη, στα προγαμιαία ψώνια, πήραμε ό,τι ήταν απαραίτητο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811