ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παζαρλίκι (ουσ. ουδ.) παζαρλιέχ̇ι [pazarliˈexi] Φάρασ. Πληθ. παζαρλι̂́χ̇ια Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. pazarlık = α) παζάρεμα, διαπραγμάτευση β) συμφωνία.
1. Συμφωνία Φάρασ. : || Παροιμ. Του σπιτού το παζαρλΐεχι σου ρουσ̑ού τό παζαρλϊέχι τζ̑ο ούτϊέ· του ρουσ̑ού πάλι τό παζαρλϊέχι σου σπιτου τζ̑ο ουτιέ (Του σπιτιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του βουνού την συμφωνία· και του βουνιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του σπιτιού˙ Η κάθε περίσταση είναι διαφορετική) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Στον πληθ., έθιμο κατά το οπ. προ του γάμου η οικογένεια μεταβαίνει στην πόλη για να αγοράσει τα απαραίτητα Φλογ. : Πήγαμε σο Νεβσ̑εχίρ σα παζαρλίχ̇ια, πήραμε ό,τι κειόταν ιλαζίμια (Πήγαμε στη Νεάπολη, στα προγαμιαία ψώνια, πήραμε ό,τι ήταν απαραίτητο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811