παζάρι
(ουσ. ουδ.)
παζάρι
[paˈzari]
Ποτάμ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
παζάρ'
[paˈzar]
Αραβαν., Μπέηκ., Φερτάκ., Φλογ.
μπαζάρι
[baˈzari]
Φάρασ.
μπαζάρ'
[baˈzar]
Αραβαν., Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. παζάριν, το οπ. από το τουρκ. pazar (< περσ. bāzār). Ο τύπ. μπαζάρι ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ.)
Παζάρι, αγορά
ό.π.τ.
:
Μην υπάεις παζάρι
(Μην πας στο παζάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντου μπαζάρ' μακρά 'νι που να πάει τσέεετσιζού
(Το παζάρι μακρυά είναι, που να πάει μέχρι εκεί πέρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ξέβαλ το qαϊτούρ να πάμε σο παζάρ'
(Βγάλε το γαϊδούρι να πάμε στο παζάρι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Bορ παζάρ
(Του Πόρου το παζάρι˙ Η ημέρα Τρίτη. Λόγω του ότι το εν λόγω παζάρι γινόταν αυτή τη μέρα.)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το νηστσ̑ικό το ορνί το γιαυτό τ' σο ταχ̇ίλ μπαζερί το ψ̑ηφά
(Η νηστική η κότα τον εαυτό της τον νομίζει στο παζάρι του σταριού˙ Η χρήση της φαντασίας για τον κορεσμό της πείνας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ασ’ σο χέρι την ἐπιασε, σο παζάρι τη βγάλλει
Πουλεί και παζαρεύει την και κόφτει την τιμή του (Aπ' το χέρι την ἐπιασε, στο παζάρι τη βγάζει
Την πουλάει και την παζαρεύει και ορίζει την τιμή της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Πουλεί και παζαρεύει την και κόφτει την τιμή του (Aπ' το χέρι την ἐπιασε, στο παζάρι τη βγάζει
Την πουλάει και την παζαρεύει και ορίζει την τιμή της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327