παζάρι
(ουσ. ουδ.)
παζάρι
[paˈzari]
Ποτάμ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
παζάρ'
[paˈzar]
Αραβαν., Μπέηκ., Φερτάκ., Φλογ.
μπαζάρι
[baˈzari]
Φάρασ.
μπαζάρ'
[baˈzar]
Αραβαν., Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. παζάριν, το οπ. από το τουρκ. pazar (< περσ. bāzār). Ο τύπ. μπαζάρι ήδη νεότ. (Λεξ. Σομ.)
Παζάρι, αγορά
ό.π.τ.
:
Μην υπάεις παζάρι
(Μην πας στο παζάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χωριού μας το παζάρ' φέρισ̑καν ασ' ούλα τα χωριά φαγέματα και πούλ'ναν τα
(Στο παζάρι του χωριού μας έφερναν τρόφιμα από όλα τα χωριά και τα πουλούσαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ξέβαλ' το qαϊτούρ να πάμε σο παζάρ'
(Βγάλε το γαϊδούρι να πάμε στο παζάρι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Μάνα τ᾽ σάλτσ̑ιν dου σου μπαζάρ᾽ να πάρ' ψωμί, λάι, άλας, παχλάια, φακούια τσ̑ι παστουρμάς.
(Η μάνα της την έστειλε στο παζάρι να πάρει ψωμί, λάδι, αλάτι, φασόλια, φακές και παστουρμά)
Μισθ.
-Φατ.
Ντου μπαζάρ' μακρά 'νι που να πάει τσέετσιζού
(Το παζάρι μακρυά είναι, που να πάει μέχρι εκεί πέρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μπορ παζάρ
(Του Πόρου το παζάρι˙ Η ημέρα Τρίτη. Λόγω του ότι το εν λόγω παζάρι γινόταν αυτή τη μέρα.)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το νηστσ̑ικό το ορνί το γιαυτό τ' σο ταχ̇ίλ μπαζερί το ψ̑ηφά
(Η νηστική η κότα τον εαυτό της τον νομίζει στο σταροπάζαρο˙ ο καθένας επιθυμεί αυτό που δεν έχει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ασ’ σο χέρι την ἐπιασε, σο παζάρι τη βγάλλει
Πουλεί και παζαρεύει την και κόφτει την τιμή του (Aπ' το χέρι την ἐπιασε, στο παζάρι τη βγάζει
Την πουλάει και την παζαρεύει και ορίζει την τιμή της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Πουλεί και παζαρεύει την και κόφτει την τιμή του (Aπ' το χέρι την ἐπιασε, στο παζάρι τη βγάζει
Την πουλάει και την παζαρεύει και ορίζει την τιμή της) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025