πάι
(ουσ.)
πάι
[ˈpai]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. pay = α) μερίδιο β) μέρος, τμήμα.
Μερίδα
:
Ήφαρά σε αν πάι, να φάς
(Σου έφερα μια μερίδα να φας)
Φάρασ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025