ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παίζω (ρ.) παίζω [ˈpezo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ. παίζου [ˈpezu] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φλογ. παίχνω [ˈpexno] Σεμέντρ., Τελμ. Παρατατ. έπαιζα [ˈepeza] Αξ., Γούρδ. παίζ̑ισ̑κα [ˈpeʒiʃka] Αξ., Μισθ. παιζινόσκα [peziˈnoska] Σίλ. παίζινα [ˈpezina] Σίλ. παίγισκα [ˈpeʝiska] Γούρδ. παίχνισ̑κα [ˈpexniʃka] Σεμέντρ. παίισ̑κα [ˈpeiʃka] Ανακ., Ουλαγ., Φλογ. παίισ̑γκα [ˈpeiʃga] Ουλαγ. παίιξα [ˈpeiksa] Μισθ. παίσκα [ˈpeska] Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. έπαιζα [ˈepeza] Γούρδ. Παρατατ. έπαιξα [ˈepeksa] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. έπιξα [ˈepiksa] Σίλ. Υποτ. παίξω [ˈpekso] Αξ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ. παίξου [ˈpeksu] Μισθ., Σίλ. Προστ. παίξε [ˈpekse] Γούρδ. Αρχ. ρ. παίζω. Ο τύπ. παίχνω αναλογ. κατά το παιχνίδι. Για τη σημ. 2 πβ. τουρκ. ρ. oyunamak = α) παίζω β) χορεύω. Η σημ. 4 νεότ. (Mackridge 2021: 45).
1. Παίζω ένα παιχνίδι ή παίζω γενικώς ό.π.τ. : Παίζ̑' και κείται (Παίζει συνεχώς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μπασ̑λάτ'σαν να παίξουν σα βέκια (Άρχισαν να παίζουν στα ζάρια) Φάρασ. -Dawk. Εκεί που παίζομι, όλα τα αλεφρήροι μαλώσαμι (Εκεί που παίζουμε, όλα τα αδέρφια μαλώσαμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Βόσκειναν τ' αρνιά τσ̑ι ντου παίζισ̑καν ((Τα παιδιά στον κάμπο) έβοσκαν τ' αρνιά και το έπαιζαν (το παιδικό παιχνίδι καρί καρί)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα κορίτσα ρε ξεβαιίνόσκασ̑ι πολύ όξου, να παίξουσ̑ι, να 'υρίσουσ̑ι (Τα κορίτσια δεν έβγαιναν πολύ έξω, να παίξουν, να τριγυρίσουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Tσ̑είμιστι ντέκα κ'λάτσ̑α. Να παίξουμ' ζίμι; (Είμαστε 10 παιδιά. Να παίξουμε ζίμι (είδος παιδικού παιχνιδιού);) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παίζου γκιλικάτσ̑α (Παίζω βόλους) Μισθ. -Κοτσαν. Σου τοκάν' απ΄ του πρωί τσι ους του βριάυ παίιξαμ' σκαbίλια (Στο καφενείο από το πρωί και μέχρι το βράδυ παίζαμε χαρτιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ότιάαλ παίζ'νι, χέκεις δου τηλέφωνο, δου μικρόφωνο 'δετσού (Όπως θα παίζουν χαρτιά, βάζεις εκεί το τηλέφωνο, το μικρόφωνο (και τους ηχογραφείς)) -ΑΠΥ-Καρατσ. Να πάμ' να παίξουμ' χαρτιά (Θα πάμε να παίξουμε χαρτιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μικρό ήτομαι και καθόταμεστε, παίισ̑καμ' σ' ένα ανεψ̑ά μ' (Mικρή ήμουν και καθόμασταν, παίζαμε σε μιά ξαδέλφη μου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Το μάτ’μας παίζ’ (Το μάτι μας παίζει˙ Σύμφωνα με τη δοξασία, το πετάρισμα του ματιού προμηνύει την άφιξη ξένου ή κάποια είδηση) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. τσανεύω
2. Χορεύω Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τροχ., Φλογ. : Απ' ούλ-λα σας καλά εκείνό παίζ' (Εκείνος χορεύει πιο καλά απ' όλους σας) Ουλαγ. -Κεσ. 'Κανεί παίζεις (Αρκεί όσο χόρεψες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Tσ̑άλσαν, έπαιζαν και έπ'καν πάλ' γάμος (Έπαιξαν μουσική, χόρευαν και έκαναν πάλι έναν γάμο) Γούρδ. -Dawk. Σήμερ' να πάμ' να παίξωμ' (Σήμερα θα πάμε να χορέψουμε) Ουλαγ. -Κεσ. Mπασ̑λάισασ̑' τα τσ̑αλγού, οπ' τσ̑η σειρά παίζουσ̑ι, ρυό ρυό παίζουσ̑ι (Άρχισαν τα όργανα, με τη σειρά χορεύουν, δυό δυό χορεύουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σηκώθεν έπιξεν (Σηκώθηκε και χόρεψε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Παίζω χορός Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ερυό τζαμbάζ̑ια σ' ένα ράμμα απάνω ντε παίζουν (Δύο σχοινοβάτες σ' ένα σχοινί δεν χορεύουν˙ Από δύο έξυπνους ο ένας δεν μπορεί να ξεγελάσει τον άλλον) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. σουρουντίζω, χοπλαντώ, χορεύω
3. Χειρίζομαι ένα μουσικό όργανο, παίζω μουσική Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Σουρουdίνα σου γάμους δεν του παίιξαν (Τη σουρουντίνα (είδος χορού) στον γάμο δεν την έπαιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ύστερα ασ' το τραπέζι έπαιξεν η μουσική (Μετά το τραπέζωμα έπαιξε η μουσική) Σινασσ. -Αρχέλ. Σωρεύκαν τσ̑ίπ τα κερμανίδε, τα τέφε του Βαρασ̑ού σως την ευή τραγουδάνκαν τσ̑αι παίσκαν (Μαζεύτηκαν όλες οι λύρες, τα ντέφια του Βαρασού, ως την αυγή τραγούδαγαν και έπαιζαν μουσική) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Τα παρέγια το ντίν' άρωπος παίζ̑' και το ζουρνά (Ο άνθρωπος που δίνει τα λεφτά παίζει και τον ζουρνά˙ Όποιος έχει λεφτά, πετυχαίνει αυτό που θέλει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. τσαλντώ
4. Περιπαίζω, κοροϊδεύω Αξ. : Με με παίζ̑εις (Μη με κοροϊδεύεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ζαναχεύω, ζεφκλεντίζω