παίζω
(ρ.)
παίζω
[ˈpezo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ.
παίζου
[ˈpezu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ., Φλογ.
παίχνω
[ˈpexno]
Σεμέντρ., Τελμ.
Παρατατ.
έπαιζα
[ˈepeza]
Αξ., Γούρδ.
παίζ̑ισ̑κα
[ˈpeʒiʃka]
Αξ., Μισθ.
παιζινόσκα
[peziˈnoska]
Σίλ.
παίζινα
[ˈpezina]
Σίλ.
παίγισκα
[ˈpeʝiska]
Γούρδ.
παίχνισ̑κα
[ˈpexniʃka]
Σεμέντρ.
παίισ̑κα
[ˈpeiʃka]
Ανακ., Ουλαγ., Φλογ.
παίισ̑γκα
[ˈpeiʃga]
Ουλαγ.
παίιξα
[ˈpeiksa]
Μισθ.
παίσκα
[ˈpeska]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
έπαιζα
[ˈepeza]
Γούρδ.
Παρατατ.
έπαιξα
[ˈepeksa]
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
έπιξα
[ˈepiksa]
Σίλ.
Υποτ.
παίξω
[ˈpekso]
Αξ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ.
παίξου
[ˈpeksu]
Μισθ., Σίλ.
Προστ.
παίξε
[ˈpekse]
Γούρδ.
Αρχ. ρ. παίζω. Ο τύπ. παίχνω αναλογ. κατά το παιχνίδι. Για τη σημ. 2 πβ. τουρκ. ρ. oyunamak = α) παίζω β) χορεύω. Η σημ. 4 νεότ. (Mackridge 2021: 45).
1. Παίζω ένα παιχνίδι ή παίζω γενικώς
ό.π.τ.
:
Παίζ̑' και κείται
(Παίζει συνεχώς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπασ̑λάτ'σαν να παίξουν σα βέκια
(Άρχισαν να παίζουν στα ζάρια)
Φάρασ.
-Dawk.
Εκεί που παίζομι, όλα τα αλεφρήροι μαλώσαμι
(Εκεί που παίζουμε, όλα τα αδέρφια μαλώσαμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Βόσκειναν τ' αρνιά τσ̑ι ντου παίζισ̑καν
((Τα παιδιά στον κάμπο) έβοσκαν τ' αρνιά και το έπαιζαν (το παιδικό παιχνίδι καρί καρί))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα κορίτσα ρε ξεβαιίνόσκασ̑ι πολύ όξου, να παίξουσ̑ι, να 'υρίσουσ̑ι
(Τα κορίτσια δεν έβγαιναν πολύ έξω, να παίξουν, να τριγυρίσουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Tσ̑είμιστι ντέκα κ'λάτσ̑α. Να παίξουμ' ζίμι;
(Είμαστε 10 παιδιά. Να παίξουμε ζίμι (είδος παιδικού παιχνιδιού);)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παίζου γκιλικάτσ̑α
(Παίζω βόλους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σου τοκάν' απ΄ του πρωί τσι ους του βριάυ παίιξαμ' σκαbίλια
(Στο καφενείο από το πρωί και μέχρι το βράδυ παίζαμε χαρτιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ότιάαλ παίζ'νι, χέκεις δου τηλέφωνο, δου μικρόφωνο 'δετσού
(Όπως θα παίζουν χαρτιά, βάζεις εκεί το τηλέφωνο, το μικρόφωνο (και τους ηχογραφείς))
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Να πάμ' να παίξουμ' χαρτιά
(Θα πάμε να παίξουμε χαρτιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μικρό ήτομαι και καθόταμεστε, παίισ̑καμ' σ' ένα ανεψ̑ά μ'
(Mικρή ήμουν και καθόμασταν, παίζαμε σε μιά ξαδέλφη μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Το μάτ’μας παίζ’
(Το μάτι μας παίζει˙ Σύμφωνα με τη δοξασία, το πετάρισμα του ματιού προμηνύει την άφιξη ξένου ή κάποια είδηση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
τσανεύω
2. Χορεύω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τροχ., Φλογ.
:
Απ' ούλ-λα σας καλά εκείνό παίζ'
(Εκείνος χορεύει πιο καλά απ' όλους σας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
'Κανεί παίζεις
(Αρκεί όσο χόρεψες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Tσ̑άλσαν, έπαιζαν και έπ'καν πάλ' γάμος
(Έπαιξαν μουσική, χόρευαν και έκαναν πάλι έναν γάμο)
Γούρδ.
-Dawk.
Σήμερ' να πάμ' να παίξωμ'
(Σήμερα θα πάμε να χορέψουμε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Mπασ̑λάισασ̑' τα τσ̑αλγού, οπ' τσ̑η σειρά παίζουσ̑ι, ρυό ρυό παίζουσ̑ι
(Άρχισαν τα όργανα, με τη σειρά χορεύουν, δυό δυό χορεύουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σηκώθεν έπιξεν
(Σηκώθηκε και χόρεψε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Παίζω χορός
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ερυό τζαμbάζ̑ια σ' ένα ράμμα απάνω ντε παίζουν
(Δύο σχοινοβάτες σ' ένα σχοινί δεν χορεύουν˙ Από δύο έξυπνους ο ένας δεν μπορεί να ξεγελάσει τον άλλον)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
σουρουντίζω, χοπλαντώ, χορεύω
3. Χειρίζομαι ένα μουσικό όργανο, παίζω μουσική
Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Σουρουdίνα σου γάμους δεν του παίιξαν
(Τη σουρουντίνα (είδος χορού) στον γάμο δεν την έπαιζαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ύστερα ασ' το τραπέζι έπαιξεν η μουσική
(Μετά το τραπέζωμα έπαιξε η μουσική)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σωρεύκαν τσ̑ίπ τα κερμανίδε, τα τέφε του Βαρασ̑ού σως την ευή τραγουδάνκαν τσ̑αι παίσκαν
(Μαζεύτηκαν όλες οι λύρες, τα ντέφια του Βαρασού, ως την αυγή τραγούδαγαν και έπαιζαν μουσική)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τα παρέγια το ντίν' άρωπος παίζ̑' και το ζουρνά
(Ο άνθρωπος που δίνει τα λεφτά παίζει και τον ζουρνά˙ Όποιος έχει λεφτά, πετυχαίνει αυτό που θέλει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τσαλντώ
4. Περιπαίζω, κοροϊδεύω
Αξ.
:
Με με παίζ̑εις
(Μη με κοροϊδεύεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ζαναχεύω, ζεφκλεντίζω