παϊτόν
(ουσ. ουδ.)
παϊτόν
[paiˈton]
Μισθ.
παϊτούν
[paiʹtun]
Αξ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. payton/fayton, το οπ. από το γαλλ. phaéton < αρχ. Φαέθων.
Άμαξα για βόλτα ή για μετακίνηση ανθρώπων στην πόλη
:
Χέκαν σι σου παϊτόν, μη σι ήβ'ραν σου παϊτόν';
(Σε έβαλαν στο παϊτόνι; Μήπως σε έφεραν στο παϊτόνι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Tου παϊτούν’ έχουμ’ ντο για να πάμ’ ’ς το παζάρ’, να ψωνίσουμ’
(To παϊτόνι το έχουμε για να πάμε στο παζάρι για ψώνια)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 06/10/2025