παϊτόν
(ουσ.)
παϊτόν
[paiˈton]
Μισθ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. payton/fayton, το οπ. από το γαλλ. phaéton < όν. Ρhaéton < λατιν. Ρhaethon < αρχ. Φαέθων (ο γιος του Ήλιου που θέλησε να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του).
Άμαξα για βόλτα ή για μετακίνηση ανθρώπων στην πόλη
:
Χέκαν σι σου παϊτόν, μη σι ήβ'ραν σου παϊτόν';
(Σε έβαλαν στο παϊτόνι; Μήπως σε έφεραν στο παϊτόνι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ