ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παϊτόν (ουσ.) παϊτόν [paiˈton] Μισθ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. payton/fayton, το οπ. από το γαλλ. phaéton < όν. Ρhaéton < λατιν. Ρhaethon < αρχ. Φαέθων (ο γιος του Ήλιου που θέλησε να οδηγήσει το άρμα του πατέρα του).
Άμαξα για βόλτα ή για μετακίνηση ανθρώπων στην πόλη : Χέκαν σι σου παϊτόν, μη σι ήβ'ραν σου παϊτόν'; (Σε έβαλαν στο παϊτόνι; Μήπως σε έφεραν στο παϊτόνι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ