ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παϊτόν (ουσ. ουδ.) παϊτόν [paiˈton] Μισθ. παϊτούν [paiʹtun] Αξ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. payton/fayton, το οπ. από το γαλλ. phaéton < αρχ. Φαέθων.
Άμαξα για βόλτα ή για μετακίνηση ανθρώπων στην πόλη : Χέκαν σι σου παϊτόν, μη σι ήβ'ραν σου παϊτόν'; (Σε έβαλαν στο παϊτόνι; Μήπως σε έφεραν στο παϊτόνι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Tου παϊτούν’ έχουμ’ ντο για να πάμ’ ’ς το παζάρ’, να ψωνίσουμ’ (To παϊτόνι το έχουμε για να πάμε στο παζάρι για ψώνια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 06/10/2025