ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλάζι (II) (ουσ. ουδ.) παλάζ̑' [paˈlaʒ] Αραβαν., Φλογ. παλάσ̑' [paˈlaʃ] Αξ., Μαλακ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. palaz = α) πετσέτα β) τσουβάλι γ) κιλίμι, όπου και τύπ. palas, pelas (Tietze 2018: λ. palas l). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 205-206). Kατά τον Νisanyan (2002-2022) η λ. απώτερα από το ελλ. επίθ. παλαιός.
1. Κουβέρτα Αραβαν.
2. Κιλίμι Αξ., Μαλακ., Φλογ. Συνών. κιλίμι