ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλεύω (ρ.) παλεύω [paˈlevo] Γούρδ., Τελμ. παλεύου [paˈlevu] Μισθ., Τσαρικ. παλέου [paʹleu] Φάρασ. παλώ [paˈlo] Αξ., Ποτάμ. Παρατατ. πάλ'να [ˈpalna] Αξ. Αόρ. πάλεψα [ˈpalepsa] Γούρδ., Τελμ., Φλογ. πάλιψα [ʹpalipsa] Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. Από το μεσν. ρ. παλεύω, το οπ. από το ουσ. πάλη και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παλώ με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
1. Παλεύω, επιδίδομαι στο αγώνισμα της πάλης ό.π.τ. : Άdε, τις να παλέψει! (Εμπρός, ποιός θα παλέψει!) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παλέψαμε και κύριωσα το (Παλέψαμε και τον νίκησα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σόνγκρα έκ'ριψι να παλέψ'νι ντα ντυό τ'νι (Μετά γύρεψε να παλέψουν οι δυό τους) Τσαρικ. -Καραλ. || Ασμ. Σύρε σύρε Γιαννάκη μ', μετά σένα δεν παλώ,
κι αν παλώ σου θέκνω σε για να σκεφαλίζω σε
((Τράβα φύγε Γιαννάκη μου, με σένα δεν παλεύω,
κι αν παλέψω σε νικώ για να σε αποκεφαλίσω))
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
Σήκω ας παλέψομεν· σέμη νε λουτρό, λουτρούσκιν,
και τους εννιά εγούρτζισε, παιδιά με τα λουρίτζι
(Σήκω να παλέψουμε· μπήκε στο λουτρό, πλύθηκε
και τους εννιά κατάπιε, νέους με πανοπλία)
Τελμ. -Lag.
Συνών. κυλώ, μπουγουστώ
2. Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κάτι Μισθ. Συνών. ογραστίζω, πολεμώ :1, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024