ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλεύω (ρ.) παλεύω [paˈlevo] Γούρδ. παλεύου [paˈlevu] Μισθ. παλώ [paˈlo] Αξ., Ποτάμ. Παρατατ. πάλνα [ˈpalna] Αξ. Αόρ. πάλεψα [ˈpalepsa] Γούρδ. Υποτ. πάλεψου [ˈpalepsu] Μισθ. Από το μεσν. ρ. παλεύω, το οπ. από το ουσ. πάλη (θ. παλ-) και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παλώ με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
1. Αγωνίζομαι εναντίον κάποιου σώμα με σώμα, για να τον ρίξω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος ό.π.τ. : Άdε, τις να παλέψει! (Εμπρός, ποιος θα παλέψει!) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κάτι Μισθ. : Παλεύου να δα φέρου βόλτα (Παλεύω να τα φέρω βόλτα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ογραστίζω, πολεμώ :1, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω