παλεύω
(ρ.)
παλεύω
[paˈlevo]
Γούρδ.
παλεύου
[paˈlevu]
Μισθ.
παλώ
[paˈlo]
Αξ., Ποτάμ.
Παρατατ.
πάλνα
[ˈpalna]
Αξ.
Αόρ.
πάλεψα
[ˈpalepsa]
Γούρδ.
Υποτ.
πάλεψου
[ˈpalepsu]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. παλεύω, το οπ. από το ουσ. πάλη (θ. παλ-) και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παλώ με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
1. Αγωνίζομαι εναντίον κάποιου σώμα με σώμα, για να τον ρίξω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος
ό.π.τ.
:
Άdε, τις να παλέψει!
(Εμπρός, ποιος θα παλέψει!)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Σύρε σύρε Γιαννάκη μ', μετά σένα δεν παλώ,
κι αν παλώ σου θέκνω σε για να σκεφαλίζω σε (Τράβα φύγε Γιαννάκη μου, με σένα δεν παλεύω,
κι αν παλέψω σε νικώ για να σε αποκεφαλίσω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. κυλώ :4, μπουγουστώ
κι αν παλώ σου θέκνω σε για να σκεφαλίζω σε (Τράβα φύγε Γιαννάκη μου, με σένα δεν παλεύω,
κι αν παλέψω σε νικώ για να σε αποκεφαλίσω) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. κυλώ :4, μπουγουστώ
2. Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κάτι
Μισθ.
:
Παλεύου να δα φέρου βόλτα
(Παλεύω να τα φέρω βόλτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ογραστίζω, πολεμώ :1, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω