παλεύω
(ρ.)
παλεύω
[paˈlevo]
Γούρδ.
παλεύου
[paˈlevu]
Μισθ.
παλώ
[paˈlo]
Αξ., Ποτάμ.
Παρατατ.
πάλνα
[ˈpalna]
Αξ.
Αόρ.
πάλεψα
[ˈpalepsa]
Γούρδ.
Υποτ.
πάλεψου
[ˈpalepsu]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. παλεύω, το οπ. από το ουσ. πάλη (θ. παλ-) και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Ο τύπ. παλώ με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
1. Αγωνίζομαι εναντίον κάποιου σώμα με σώμα, για να τον ρίξω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος
ό.π.τ.
:
Άdε, τις να παλέψει!
(Εμπρός, ποιος θα παλέψει!)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Καταβάλλω έντονη προσπάθεια για να πετύχω κάτι
Μισθ.
:
Παλεύου να δα φέρου βόλτα
(Παλεύω να τα φέρω βόλτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ογραστίζω, πολεμώ :1, τσαλιστίζω, τσαπαλαντίζω