ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλληκαρία (ουσ. θηλ.) παλληκαρία [palikaˈria] Φάρασ. Μεσν. ουσ. παλληκαρία.
Παλληκαριά : Μο τη μαθεσία τζ̑αι την παλληκαρία σου, μο τα 'δρά τα έργατα, 'ενόσουν σο Βαρασ̑ό μας 'λλ' έν' καυτζ̑ησία (Με την γνώση σου και την παλληκαριά σου, με τα μεγάλα τα έργα σου, ήσουν άλλο ένα καύχημα για τα Φάρασά μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. γκεντσιλίκι, ντελικανοσύνη, παλληκαριότη