ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάλι (επίρρ.) πάλι [ˈpali] Φάρασ. [ba] Φάρασ. πάλ' [pal] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. παρ' [par] Γούρδ. πάλε [ˈpale] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. επίρρ. πάλι (< αρχ. επίρρ. πάλιν). Ο τύπ. bάλι με ηχηροπ. [p] > [b]. Ο τύπ. πάλ' με αποβολή του ληκτικού άτονου [i]. Ο τύπος παρ' με αποβολή του ληκτικού άτονου [i] και ανομ. του υγρού συμφώνου [l] > [r]. Ο τύπ. πάλε με τροπή [i] > [e].
1. Ξανά ό.π.τ. : Κνίστη ψέματα πάλι (προσποιήθηκε ότι ξύθηκε πάλι) Φάρασ. -Dawk. Πήγεμ μπάλι η γρα σο σπίτι (πήγε πάλι η γριά στο σπίτι) Φάρασ. -Dawk. Αμ πας πάλ', μπορείζ μι να το ευρείς ετό το μέρος; (αν πας πάλι, μπορείς να το βρεις αυτό το μέρος;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Tότε ντεβετζήρε πάρ' πήγαν (τότε οι καμηλιέρηδες έφυγαν ξανά) Γούρδ. -Dawk. Ν’ αξιώσ πάλε νά ’ρτετε, λένε. (να αξιωθείτε να έρθετε ξανά, λένε.) Ανακ. -Cost. Όπ' μίνισ̑γκαν, μέρτσεν ντα· πάλ' ήταν σεράνdα (Όταν έμπαιναν, τους μέτρησε· πάλι ήταν σαράντα) Ουλαγ. -Dawk. Πάλ' μι 'τσ̑α σ' τα ποίεις; (Πάλι θα τα κάνεις έτσι;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σηκώχα έφ'χα πίσ' μ', πίσ' πάλ' (Σηκώθηκα έφυγα πίσω, πίσω πάλι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γένιντεν, γνες, μπιλέ
2. Εισάγει μιά διαφορετική και συνήθ. αντίθετη άποψη ή εκδοχή από αυτήν που προαναφέρθηκε Μισθ., Σατ., Φάρασ. : Σι χέκαν; -Ογώ πάλ' ντε τα τρώου (Σου έβαλαν (να φας γκιλιγκίρια); -Εγώ όμως δεν τα τρώω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τατάς πάλ' έχω, τζ̑αι μάνα πάλ' έχω (Και πατέρα έχω και μητέρα έχω (ενώ προηγουμένως είχε ότι ήταν ορφανό)) Φάρασ. -Dawk. Πάλε μ' δε ψόφ'σες; (Μα καλά, ακόμα δεν ψόφησες;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812