πάλι
(επίρρ.)
πάλι
[ˈpali]
Φάρασ.
bα
[ba]
Φάρασ.
πάλ'
[pal]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
παρ'
[par]
Γούρδ.
πάλε
[ˈpale]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
Από το μεσν. επίρρ. πάλι (< αρχ. επίρρ. πάλιν). Ο τύπ. bάλι με ηχηροπ. [p] > [b]. Ο τύπ. πάλ' με αποβολή του ληκτικού άτονου [i]. Ο τύπος παρ' με αποβολή του ληκτικού άτονου [i] και ανομ. του υγρού συμφώνου [l] > [r]. Ο τύπ. πάλε με τροπή [i] > [e].
1. Ξανά
ό.π.τ.
:
Κνίστη ψέματα πάλι
(προσποιήθηκε ότι ξύθηκε πάλι)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήγεμ μπάλι η γρα σο σπίτι
(πήγε πάλι η γριά στο σπίτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Αμ πας πάλ', μπορείζ μι να το ευρείς ετό το μέρος;
(αν πας πάλι, μπορείς να το βρεις αυτό το μέρος;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Tότε ντεβετζήρε πάρ' πήγαν
(τότε οι καμηλιέρηδες έφυγαν ξανά)
Γούρδ.
-Dawk.
Ν’ αξιώσ πάλε νά ’ρτετε, λένε.
(να αξιωθείτε να έρθετε ξανά, λένε.)
Ανακ.
-Cost.
Όπ' μίνισ̑γκαν, μέρτσεν ντα· πάλ' ήταν σεράνdα
(Όταν έμπαιναν, τους μέτρησε· πάλι ήταν σαράντα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πάλ' μι 'τσ̑α σ' τα ποίεις;
(Πάλι θα τα κάνεις έτσι;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σηκώχα έφ'χα πίσ' μ', πίσ' πάλ'
(Σηκώθηκα έφυγα πίσω, πίσω πάλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γένιντεν, γνες, μπιλέ
2. Εισάγει μιά διαφορετική και συνήθ. αντίθετη άποψη ή εκδοχή από αυτήν που προαναφέρθηκε
Μισθ., Σατ., Φάρασ.
:
Σι χέκαν; -Ογώ πάλ' ντε τα τρώου
(Σου έβαλαν (να φας γκιλιγκίρια); -Εγώ όμως δεν τα τρώω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τατάς πάλ' έχω, τζ̑αι μάνα πάλ' έχω
(Και πατέρα έχω και μητέρα έχω (ενώ προηγουμένως είχε ότι ήταν ορφανό))
Φάρασ.
-Dawk.
Πάλε μ' δε ψόφ'σες;
(Μα καλά, ακόμα δεν ψόφησες;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812