παλληκαριότη
(ουσ. θηλ.)
παλληκαριότη
[palikaˈrʝoti]
Αξ.
παλληκαρότε
[palikaˈrote]
Φάρασ.
Από το ουσ. παλληκάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ότη. Ο τύπ. παλληκαρότε με απλοποίηση συμπλέγματος και τροπή [i] > [e]. Πβ. ποντ. παλληκαρότα̈.
Παλληκαριά
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Να φας τ’ παλληκαριότη σ’
(Να φας τα νιάτα την παλληκαριά σου˙ Ως κατάρα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
γκεντσιλίκι, ντελικανοσύνη, παλληκαρία