ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλληκαριότη (ουσ. θηλ.) παλληκαριότη [palikaˈrʝoti] Αξ. παλληκαρότε [palikaˈrote] Φάρασ. Από το ουσ. παλληκάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ότη. Ο τύπ. παλληκαρότε με απλοποίηση συμπλέγματος και τροπή [i] > [e]. Πβ. ποντ. παλληκαρότα̈.
Παλληκαριά ό.π.τ. : || Φρ. Να φας τ’ παλληκαριότη σ’ (Να φας τα νιάτα την παλληκαριά σου˙ Ως κατάρα) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. γκεντσιλίκι, ντελικανοσύνη, παλληκαρία