ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλληκαριότη (ουσ. θηλ.) παλληκαριότη [palikaˈrʝoti] Αξ. παλληκαρότε [palikaˈrote] Φάρασ. Από το ουσ. παλληκάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ότη. Πβ. ποντ. παλληκαρότα̈.
Νεότητα ανδρός ό.π.τ. : || Φρ. Να φας τ’ παλληκαριότη σ’ (Να φας τα νιάτα σου˙ αρά) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. γκεντσιλίκι :1, ντελικανοσύνη, Πβ. παλληκαριά
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025