πάλεμα
(ουσ. ουδ.)
πάλεμα
[ˈpalema]
Μισθ., Τροχ.
πάλιμα
[ˈpalima]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. πάλεμα (Λεξ. Κριαρ.)
Το αγώνισμα της πάλης και ειδικότ., η πάλη που γινόταν κατά ζεύγη από νεαρούς άνδρες διαφορετικών γειτονιών τρεις μέρες μετά το Πάσχα
ό.π.τ.