ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλάτι (ουσ. ουδ.) παλάτ' [paˈlat] Ποτάμ., Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. παλάτιον, δάν. από το λατιν. Palatium (το ανάκτορο των καισάρων στον Παλατίνο λόφο (Ρalatinus) της Ρώμης). Η λ. μάλλον δάν. από την κοινή ν.ε.
Ανάκτορο ό.π.τ. : Στο παλάτ' άμα τους είδαν όλοι σευτύς έτρεξαν το είπαν το βασιλιά (Στο παλάτι όταν τους είδαν, όλοι αμέσως έτρεξαν και το είπαν στον βασιλιά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. σεράι