παλάτι
(ουσ. ουδ.)
παλάτ'
[paˈlat]
Ποτάμ., Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. παλάτιον, δάν. από το λατιν. Palatium (το ανάκτορο των καισάρων στον Παλατίνο λόφο (Ρalatinus) της Ρώμης). Η λ. μάλλον δάν. από την κοινή ν.ε.
Ανάκτορο
ό.π.τ.
:
Στο παλάτ' άμα τους είδαν όλοι σευτύς έτρεξαν το είπαν το βασιλιά
(Στο παλάτι όταν τους είδαν, όλοι αμέσως έτρεξαν και το είπαν στον βασιλιά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
σεράι