ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλιός (επίθ.) παλιός [paˈʎos] Σίλ. παλιό [paˈʎo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ. π͑αλιό [pʰaˈʎo] Αξ., Μισθ. παλό [paˈlo] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. παλα̈́ [paˈlæ] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. παλαιός (στις σημ. 1, 2 και 4). Η σημ. 3 είναι νεότ. Το παλιός είναι μεσν. και προέκυψε με συνίζ. για την αποφυγή της χασμωδίας.
1. Που ήδη υπάρχει (συνήθως από πολύ χρόνο) ή που υπήρξε στο παρελθόν Καππ. : Σα παλέ τις χρόνες (Τα παλιά τα χρόνια) Φάρασ. -Παπαδ. Σα παλιά σα καιρούς (Τα παλιά τα χρόνια) Ανακ. -Κωστ.Α. Κάτσε ένα-έρυο μέρες αζ μπιτιρdίσω τα παλιά και πάλ' φερίσ̑κεις με (Κάτσε μιά-δυο μέρες να τελειώσω αυτά (τα ξύλα) που ήδη έχω και μετά πάλι μου φέρνεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Σ̑'κώνω π͑αλιό αdέτ' (Σηκώνω παλά συνήθεια˙ Καταργώ παλιό έθιμο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παλιό εφένgους (Παλιό φεγγάρι˙ Το φεγγάρι πριν την νέα σελήνη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το παλιό φενgάρ’ πήεν ση μάν' τ’ και να 'εννηθεί (Το παλιό φεγγάρι πήγε στη μητέρα του και θα γεννηθεί˙ Για τη νέα σελήνη) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ήρταν ντα τ͑αζά να γατι-έσουν ντα παλα̈́ (Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ήρταν τα τεζέρια να κατακωλ-λήσουν τα παλιά (Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αρχινός, εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός
β. Ως ουσ., παρελθόν Φάρασ. : Τσ̑ο μπορώ να ιδώ 'αν ντο παλό (Δεν μπορώ να βλέπω όπως (έβλεπα) στο παρελθόν (=τυφλώθηκα) ) Φάρασ. -Dawk.
γ. Ως ουσ. στον πληθ., άνθρωποι προηγούμενων γενεών Ανακ., Μισθ. : Τα παλιά λέισ̑καν ετό έχ' το μπερεκέτ (Οι παλιοί έλεγαν ότι αυτό (ενν. το φίδι) φέρνει ευτυχία ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Ηλικιωμένος, γέρος Ανακ., Αξ., Σίλ. Συνών. γερόνι, γέρος, κοτζά, μέγας, χρονιάρης :2
3. Έμπειρος Αξ., Αραβαν., Φάρασ. Συνών. ψήνω
4. Οπισθοδρομικός Αξ.
5. Ως ουσ., πανί Σίλ. : Ένα π͑αρτσά παλιό (Ένα κομμάτι πανί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ένα άλι παλιό (Ένα κόκκινο πανί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. πανί
β. Ειδικότ., τρίπτυχο αντερί Αξ.