παλιός
(επίθ.)
παλιός
[paˈʎos]
Σίλ.
παλιό
[paˈʎo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
π͑αλιό
[pʰaˈʎo]
Αξ., Μισθ.
παλό
[paˈlo]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
παλα̈́
[paˈlæ]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. παλαιός (στις σημ. 1, 2 και 4). Η σημ. 3 είναι νεότ. Το παλιός είναι μεσν. και προέκυψε με συνίζ. για την αποφυγή της χασμωδίας.
1. Που ήδη υπάρχει (συνήθως από πολύ χρόνο) ή που υπήρξε στο παρελθόν
Καππ.
:
Σα παλέ τις χρόνες
(Τα παλιά τα χρόνια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σα παλιά σα καιρούς
(Τα παλιά τα χρόνια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κάτσε ένα-έρυο μέρες αζ μπιτιρdίσω τα παλιά και πάλ' φερίσ̑κεις με
(Κάτσε μιά-δυο μέρες να τελειώσω αυτά (τα ξύλα) που ήδη έχω και μετά πάλι μου φέρνεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Σ̑'κώνω π͑αλιό αdέτ'
(Σηκώνω παλά συνήθεια˙ Καταργώ παλιό έθιμο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παλιό εφένgους
(Παλιό φεγγάρι˙ Το φεγγάρι πριν την νέα σελήνη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το παλιό φενgάρ’ πήεν ση μάν' τ’ και να 'εννηθεί
(Το παλιό φεγγάρι πήγε στη μητέρα του και θα γεννηθεί˙ Για τη νέα σελήνη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Ήρταν ντα τ͑αζά να γατι-έσουν ντα παλα̈́
(Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ήρταν τα τεζέρια να κατακωλ-λήσουν τα παλιά
(Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αρχινός, εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός
β.
Ως ουσ., παρελθόν
Φάρασ.
:
Τσ̑ο μπορώ να ιδώ 'αν ντο παλό
(Δεν μπορώ να βλέπω όπως (έβλεπα) στο παρελθόν (=τυφλώθηκα)
)
Φάρασ.
-Dawk.
γ.
Ως ουσ. στον πληθ., άνθρωποι προηγούμενων γενεών
Ανακ., Μισθ.
:
Τα παλιά λέισ̑καν ετό έχ' το μπερεκέτ
(Οι παλιοί έλεγαν ότι αυτό (ενν. το φίδι) φέρνει ευτυχία
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
4. Οπισθοδρομικός
Αξ.
5. Ως ουσ., πανί
Σίλ.
:
Ένα π͑αρτσά παλιό
(Ένα κομμάτι πανί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα άλι παλιό
(Ένα κόκκινο πανί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
πανί
β.
Ειδικότ., τρίπτυχο αντερί
Αξ.