ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλιός (επίθ.) παλιός [paˈʎos] Σίλ., Σινασσ. παλιό [paˈʎo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. παλό [paˈlo] Αφσάρ., Φάρασ. Πληθ. παλα̈́ [paˈlæ] Φάρασ. Από το αρχ. επίθ. παλαιός. Ο τύπ. παλιός μεσν.
1. Παλιός, αυτός που ήδη υπάρχει εδώ και πολύ χρόνο ό.π.τ. : Σα παλέ τις χρόνες (Τα παλιά τα χρόνια) Φάρασ. -Παπαδ. Σα παλιά σα καιρούς (Τα παλιά τα χρόνια) Ανακ. -Κωστ.Α. Είχαν και ρυό αχι̂́ρια, τό ’να τεζέ και τ’ άλλο παλιό (Είχαν και δύο αχούρια, το ένα καινούργιο και το άλλο παλιό) Αραβαν. -Dawk. Ξέβαλέν τα κϋνΰρια τσ̑ης τα καβάδια, και φόρεσεν τα παλιά (Έβγαλε τα καινούργια της ρούχα και φόρεσε τα παλιά) Τελμ. -Dawk. Πάλι έβgη το παλό ο βασιλός (Πάλι βγήκε ο παλιός βασιλιάς) Φάρασ. -Dawk. Ατζ̑εί σο Δερπάνι ήσαντε σπίτε πουά, ήτουν παλό χωρίος (Εκεί στο Δρεπάνι ήταν πολλά σπίτια, ήταν παλιό χωριό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κάτσε ένα-ερυό μέρες αζ μπιτιρdίσω τα παλιά και πάλ’ φερίσ̑κεις με (Κάτσε μιά-δυό μέρες να τελειώσω αυτά (τα ξύλα) που ήδη έχω και μετά πάλι μου φέρνεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λέισ̑κεν παλιά τραώδια (Έλεγε παλιά τραγούδια) Φλογ. -Dawk. || Φρ. Σ̑'κώνω π͑αλιό αdέτ' (Αίρω παλιά συνήθεια˙ καταργώ παλιό έθιμο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παλιό εφένgους (Παλιό φεγγάρι˙ το φεγγάρι πριν την νέα σελήνη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το παλιό φενgάρ’ πήεν ση μάν' τ’ και να 'εννηθεί (Το παλιό φεγγάρι πήγε στην μάνα του και θα γεννηθεί˙ για τη νέα σελήνη) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Ήρταν ντα τ͑αζά να γατι-έσουν ντα παλα̈́ (Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ήρταν τα τεζέρια να κατακωλ-λήσουν τα παλιά (Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αν μη νάρτει το τ͑αζό νύφη, το παλό ζ’ νύφης το γ̇ι-αμάτιν τζ̑ό ’ρτσεται (Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλιάς νύφης δεν φαίνεται˙ καταλαβαίνουμε την αξία ανθρώπου ή αντικειμένου, όταν το(ν) χάσουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Παλό χρόνος, Χριστιανοί, δεβαίνει,
έρτσεται ο ταζός τσ̑αι τα γατι-αίνει
(Ο παλιός ο χρόνος, Χριστιανοί, περνάει,
έρχεται ο νέος και τον διώχνει
(κάλαντα Πρωτοχρονιάς))
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. αρχινός :3, εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός
β. Ως ουσ. στον πληθ., άνθρωποι προηγούμενων γενεών Ανακ., Μισθ., Τροχ. : Τα παλιά λέισ̑καν ετό έχ' το μπερεκέτ (Οι παλιοί έλεγαν ότι αυτό (ενν. το φίδι) φέρνει ευτυχία ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ασ’ σα παλιά ηύραμ’ τα (Τα βρήκαμε από τους παλιούς ) Ανακ. -Cost. Ένα παλιό κειότουν τζουνού, τρεις γονείς πριν (Ένας παλιός ήταν νευρικός, τρεις γενιές πριν ) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
2. Ηλικιωμένος, γέρος Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Παλιό κανείς (Ηλικιωμένος άνθρωπος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα παλιά τα ναίκες (Οι γριές γυναίκες) Ανακ. -Cost. Τα παλα̈́ οι γέροι λένκαντι (Οι ηλικιωμένοι γέροι έλεγαν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ήτουν πολύν παλό γρε, τσ̑αι κατίνκεν πουά (Ήταν πολύ ηλικιωμένη γριά, και ήξερε πολλά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Είχιν ένα παλιό τσι έμα'ιν ντα επιτσ̑ού τσι λέει (Είχε έναν γέρο και τα έμαθε από εκεί και τα μιλάει, ενν. τα μιστιώτικα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γερόνι, γέρος, κοτζά, μέγας, χρονιάρης :2
β. Αυτός που έχει πνευματικά γνωρίσματα ηλικιωμένου, έμπειρος ή οπισθοδρομικός Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
3. Ως ουσ., πανί Σίλ. : Ένα π͑αρτσά παλιό (Ένα κομμάτι πανί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ένα άλι παλιό (Ένα κόκκινο πανί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. πανί
β. Ειδικότ., τρίπτυχο αντερί Αξ.
4. Το ουδ. ως επιρρ., παλιά, τον παλιό καιρό Μισθ. : Παλιό καλά καλά ήντουμίστι (Παλιά ήμασταν πολύ καλά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. εβελντέν
β. Και ενάρθρως Φάρασ., Φλογ. : Τσ̑ο μπορώ να ιδώ 'αν ντο παλό (Δεν μπορώ να βλέπω όπως (έβλεπα) στο παρελθόν (=τυφλώθηκα) ) Φάρασ. -Dawk. Και πάλι ναν dα μποίκεις χαν dα παλιά τ'νε τ' αρθώπ' (Και να κάνεις πάλι τους ανθρώπους όπως ήταν παλιά, προηγουμένως ) Φλογ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025