παλιός
(επίθ.)
παλιός
[paˈʎos]
Σίλ., Σινασσ.
παλιό
[paˈʎo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
παλό
[paˈlo]
Αφσάρ., Φάρασ.
Πληθ.
παλα̈́
[paˈlæ]
Φάρασ.
Από το αρχ. επίθ. παλαιός. Ο τύπ. παλιός μεσν.
1. Παλιός, αυτός που ήδη υπάρχει εδώ και πολύ χρόνο
ό.π.τ.
:
Σα παλέ τις χρόνες
(Τα παλιά τα χρόνια)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Σα παλιά σα καιρούς
(Τα παλιά τα χρόνια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Είχαν και ρυό αχι̂́ρια, τό ’να τεζέ και τ’ άλλο παλιό
(Είχαν και δύο αχούρια, το ένα καινούργιο και το άλλο παλιό)
Αραβαν.
-Dawk.
Ξέβαλέν τα κϋνΰρια τσ̑ης τα καβάδια, και φόρεσεν τα παλιά
(Έβγαλε τα καινούργια της ρούχα και φόρεσε τα παλιά)
Τελμ.
-Dawk.
Πάλι έβgη το παλό ο βασιλός
(Πάλι βγήκε ο παλιός βασιλιάς)
Φάρασ.
-Dawk.
Ατζ̑εί σο Δερπάνι ήσαντε σπίτε πουά, ήτουν παλό χωρίος
(Εκεί στο Δρεπάνι ήταν πολλά σπίτια, ήταν παλιό χωριό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κάτσε ένα-ερυό μέρες αζ μπιτιρdίσω τα παλιά και πάλ’ φερίσ̑κεις με
(Κάτσε μιά-δυό μέρες να τελειώσω αυτά (τα ξύλα) που ήδη έχω και μετά πάλι μου φέρνεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λέισ̑κεν παλιά τραώδια
(Έλεγε παλιά τραγούδια)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σ̑'κώνω π͑αλιό αdέτ'
(Αίρω παλιά συνήθεια˙ καταργώ παλιό έθιμο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παλιό εφένgους
(Παλιό φεγγάρι˙ το φεγγάρι πριν την νέα σελήνη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το παλιό φενgάρ’ πήεν ση μάν' τ’ και να 'εννηθεί
(Το παλιό φεγγάρι πήγε στην μάνα του και θα γεννηθεί˙ για τη νέα σελήνη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Ήρταν ντα τ͑αζά να γατι-έσουν ντα παλα̈́
(Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ήρταν τα τεζέρια να κατακωλ-λήσουν τα παλιά
(Ήρθαν οι καινούργιοι να διώξουν τους παλιούς˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αν μη νάρτει το τ͑αζό νύφη, το παλό ζ’ νύφης το γ̇ι-αμάτιν τζ̑ό ’ρτσεται
(Αν δεν έρθει η καινούργια νύφη, η αξία της παλιάς νύφης δεν φαίνεται˙ καταλαβαίνουμε την αξία ανθρώπου ή αντικειμένου, όταν το(ν) χάσουμε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Παλό χρόνος, Χριστιανοί, δεβαίνει,
έρτσεται ο ταζός τσ̑αι τα γατι-αίνει (Ο παλιός ο χρόνος, Χριστιανοί, περνάει,
έρχεται ο νέος και τον διώχνει
(κάλαντα Πρωτοχρονιάς)) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. αρχινός :3, εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός
έρτσεται ο ταζός τσ̑αι τα γατι-αίνει (Ο παλιός ο χρόνος, Χριστιανοί, περνάει,
έρχεται ο νέος και τον διώχνει
(κάλαντα Πρωτοχρονιάς)) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. αρχινός :3, εβελντινός, εμπροστινός, παλιακός
β.
Ως ουσ. στον πληθ., άνθρωποι προηγούμενων γενεών
Ανακ., Μισθ., Τροχ.
:
Τα παλιά λέισ̑καν ετό έχ' το μπερεκέτ
(Οι παλιοί έλεγαν ότι αυτό (ενν. το φίδι) φέρνει ευτυχία
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ασ’ σα παλιά ηύραμ’ τα
(Τα βρήκαμε από τους παλιούς
)
Ανακ.
-Cost.
Ένα παλιό κειότουν τζουνού, τρεις γονείς πριν
(Ένας παλιός ήταν νευρικός, τρεις γενιές πριν
)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
2. Ηλικιωμένος, γέρος
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Παλιό κανείς
(Ηλικιωμένος άνθρωπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα παλιά τα ναίκες
(Οι γριές γυναίκες)
Ανακ.
-Cost.
Τα παλα̈́ οι γέροι λένκαντι
(Οι ηλικιωμένοι γέροι έλεγαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ήτουν πολύν παλό γρε, τσ̑αι κατίνκεν πουά
(Ήταν πολύ ηλικιωμένη γριά, και ήξερε πολλά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Είχιν ένα παλιό τσι έμα'ιν ντα επιτσ̑ού τσι λέει
(Είχε έναν γέρο και τα έμαθε από εκεί και τα μιλάει, ενν. τα μιστιώτικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γερόνι, γέρος, κοτζά, μέγας, χρονιάρης :2
β.
Αυτός που έχει πνευματικά γνωρίσματα ηλικιωμένου, έμπειρος ή οπισθοδρομικός
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
3. Ως ουσ., πανί
Σίλ.
:
Ένα π͑αρτσά παλιό
(Ένα κομμάτι πανί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα άλι παλιό
(Ένα κόκκινο πανί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
πανί
β.
Ειδικότ., τρίπτυχο αντερί
Αξ.
4. Το ουδ. ως επιρρ., παλιά, τον παλιό καιρό
Μισθ.
:
Παλιό καλά καλά ήντουμίστι
(Παλιά ήμασταν πολύ καλά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
εβελντέν
β.
Και ενάρθρως
Φάρασ., Φλογ.
:
Τσ̑ο μπορώ να ιδώ 'αν ντο παλό
(Δεν μπορώ να βλέπω όπως (έβλεπα) στο παρελθόν (=τυφλώθηκα)
)
Φάρασ.
-Dawk.
Και πάλι ναν dα μποίκεις χαν dα παλιά τ'νε τ' αρθώπ'
(Και να κάνεις πάλι τους ανθρώπους όπως ήταν παλιά, προηγουμένως
)
Φλογ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025