εμπροστινός
(επίθ.)
ομbροτινό
[obrotiˈno]
Μαλακ.
ομbροτσ̑ινό
[obrotʃiˈno]
Αραβαν.
ομbροτ'νού
[obrotˈnu]
Δίλ., Μισθ.
αbροτσ̑ικ'νός
[abrotʃicˈnos]
Σίλ.
ομbρινός
[ombriˈnos]
Γούρδ.
ομπρονός
[ombroˈnos]
Ανακ.
αμbροστσ̑ινινός
[ambrostʃiniˈnos]
Σίλ.
Από το μεσν. επίθ. ἐμπροστινός, το οπ. από επίρρ. ἐμπροστά και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Μπροστινός
ό.π.τ.
:
Αbροστσ̑ικ'νά μ' τα ρόνdζα
(Τα μπροστινά μου δόντια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
πρωτινός
2. Παλαιός, προηγούμενος, αρχικός
Αραβαν., Μαλακ.
:
Ομbροτσινά αρώπ'
(Παλιοί άνθρωποι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αρχινός, εβελντινός, παλιακός, παλιός