ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμπροστινός (επίθ.) ομbροτινό [obrotiˈno] Μαλακ. ομbροτσ̑ινό [obrotʃiˈno] Αραβαν. ομbροτ'νού [ombrotˈnu] Δίλ., Μισθ. εμbροτιονού [embrotçoˈnu] Αξ. αbροτσ̑ικ'νός [abrotʃicˈnos] Σίλ. ομbρινός [ombriˈnos] Γούρδ. ομπρονός [ombroˈnos] Ανακ. αμbροστσ̑ινινός [ambrostʃiniˈnos] Σίλ. Από το μεσν. επίθ. ἐμπροστινός, το οπ. από επίρρ. ἐμπροστά και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.
1. Μπροστινός ό.π.τ. : Αbροστσ̑ικ'νά μ' τα ρόντζα (Τα μπροστινά μου δόντια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. πρωτινός
2. Παλαιός, προηγούμενος, αρχικός Αραβαν., Μαλακ. : Ομbροτσινά αρώπ' (Παλιοί άνθρωποι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αρχινός, εβελντινός, παλιακός, παλιός
3. Ως επίρρ., από εμπρός Αξ. : Το άσπρο το μαγιό ούλο φέγγιζεν εμbρό τ’, εμbροτιονού (Το άσπρο το μαγιό όλο φέγγιζε από εμπρός, στο μπροστινό του μέρος) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025