ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμπλάκι (ουσ. ουδ.) εμbλάκι [emˈblaci] Φάρασ. εμbλάκ' [emˈblak] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. emlâk, πληθ. του mülk. Βλ. μούλκι
Φόρος εισοδήματος Φάρασ. : Δίνκαμ' εμbλάκ' (Δίναμε φόρο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. βεργκί, γκιουμρούκι :2, δόσιμο :2, σαλγούνι, χαράτσι