εμλίκ
(ουσ. ουδ.)
εμλίκ
[emˈlik]
Μαλακ., Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. emlik = α) θηλασμός β) ως διαλεκτ. σημ., όψιμο αρνί ή παιδί που θηλάζει.
Οικόσιτο αρνί τρεφόμενο για σφαγή