εμπεδόκκο
(ουσ. ουδ.)
επεδόκκο
[epeˈðoko]
Φκόσ.
Από το ουσ. εμπέ, όπου και τύπ. επέ (θ. επεδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Γριούλα
Συνών.
γριαδόκκο