ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εμσάλ (επίθ.) εμσάλ [emˈsal] Αραβαν. Από το τουρκ. επίθ. emsal = α) παρόμοιος β) παράδειγμα γ) παλαιότ., μαθημ. όρος, συντελεστής (< αραβ. ms̠āl = παράδειγμα, δείγμα)
Μοναδικός, που δεν έχει τον όμοιό του : Έχτσ̑ισαν ένα λουτρό, άμμα τσ̑ι λουτρό· το λερό τ’ εμσάλ ντεν είχε (Έχτισαν ένα λουτρό, μα τι λουτρό· το νερό του δεν είχε όμοιο) Αραβαν. -Φωστ.