εμσάλ
(επίθ.)
εμσάλ
[emˈsal]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίθ. emsal = α) παρόμοιος β) παράδειγμα γ) παλαιότ., μαθημ. όρος, συντελεστής (< αραβ. ms̠āl = παράδειγμα, δείγμα)
Μοναδικός, που δεν έχει τον όμοιό του
:
Έχτσ̑ισαν ένα λουτρό, άμμα τσ̑ι λουτρό· το λερό τ’ εμσάλ ντεν είχε
(Έχτισαν ένα λουτρό, μα τι λουτρό· το νερό του δεν είχε όμοιο)
Αραβαν.
-Φωστ.