ενάμισυ
(αριθμ.)
ενάμισυ
[eˈnamisi]
Μισθ.
ενάγ̑μισ̑'
[eˈnaʝmiʃ]
Αξ.
ενατσ̑ήμισυ
[enaˈtʃimisi]
Μισθ.
Από το νεότ. αριθμ. ἑνάμισυς, το οπ. από το αριθμ. ένας (<αρχ. εἷς) και το μσν. μισός (< αρχ. ἥμισυς). O τύπ. ενάγ̑μισ̑’ με συμφωνοποίηση ημιφ. από τύπ. εναήμισυ. Ο τύπ. ενατσ̑ήμισυ από την φρ. ἕνα καὶ ἥμισυ.
Ενάμισυ
ό.π.τ.
:
Πήγα σου πανα'ύρ', έφαα ενάμισυ φράγκο
(Πήγα στο πανηγύρι, έφαγα, δηλ. ξόδεψα, ενάμισυ φράγκο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μετά από εναντσ̑ήμισ̑' χρόνους σ̑ουκώαν, γένην Ανταλλαγή
(Μετά από ενάμισυ χρόνο τους σήκωσαν από εκεί, έγινε η Ανταλλαγή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μποίκαμ' ενάμισυ ώρα, ήβ’ραν μας φάημα, έφααμ'
(Κάναμε μιάμισυ ώρα, μας έφεραν φαγητό, φάγαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.