ένιστε
(ουσ. αρσ.)
ένιστε
[ˈeniste]
Μαλακ., Μισθ.
ένιστα̈
[ˈenistæ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. enişte = σύζυγος της αδελφής ή της θείας.
Σύζυγος της αδελφής, γαμπρός
ό.π.τ.
:
-Μισ̑ώτικα τίαλα δου λεν; -Ένιστα̈, όι γαμπρό
(-Πώς το λένε στα μιστιώτικα;-Ένιστε, όχι γαμπρό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τομό δου βαά ντου μποίκιν ένιστε
(Ο δικός μου ο πατέρας τον έκανε γαμπρό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γαμπρός