ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έντερο (ουσ. ουδ.) ένdερο [ˈendero] Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ. γένdερο [ˈʝendero] Φάρασ. γένd'ρου [ˈɣendru] Φάρασ. άνdιρου [ˈandiru] Μισθ. ένdιρου [ˈendiru] Μισθ. όνdερο [ˈondero] Σινασσ. Πληθ. άντερα [ˈandera] Σινασσ. ανdίρατα [anˈdirata] Μισθ. ενdέρατα [enˈderata] Μισθ., Φλογ. ανdίραδα [anˈdiraða] Μισθ. ενdίραδα [enˈdiraða] Μισθ. ενdίρατα [enˈdirata] Μισθ. ανdέρατα [anˈderata] Μαλακ., Φλογ. Αρχ. ουσ. ἔντερον. Ο τύπ. άντερο ήδη νεότ.
Έντερο ό.π.τ. : Έφσαξεν τη ναίκα στο γένdερο (Έσφαξε την γυναίκα στην κοιλιά) Φάρασ. -Dawk. Nα σ̑έεις τ' ανdέρατά σ' κουβάρα (Να χέσεις τ' άντερά σου κουβάρια· αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Κάτσι καλά μη σ̑οκτίσου ντ' αντίραδά σ' (Κάτσε φρόνιμα μη σου βγάλω τα έντερα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Ξέβαν τα ανdέρατά μ' (Βγήκαν τα άντερά μου˙ έκανα εμετό) Μαλακ. -Τζιούτζ. Tα πασ̑έ γένdερα (Τα παχιά έντερα˙ το παχύ έντερο) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Ντήσταν τα εντέρατα τ’ (Δέθηκαν τα έντερά του˙ έπαθε ειλεό) Μισθ. -Κωστ.Μ.