έξι
(αριθμ.)
έξι
[ˈeksi]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
έξ̑ι
[ˈekʃi]
Αραβαν.
γέξ̑ι
[ˈʝekʃi]
Σίλ.
έξε
[ˈekse]
Φάρασ., Φλογ.
έξ'
[eks]
Αξ., Τελμ.
έξ̑'
[ekʃ]
Αξ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ.
Μεσν. αριθμ. ἕξι, το οπ. από το αρχ. ἕξ με προσθήκη του [i] αναλογ. προς το αριθμ. ἑξήμισυ. Ο τύπ. έξε ήδη μεσν. αναλογ. προς το αριθμ. πἐντε.
1. Σύνολο 6 μονάδων
:
Γίνισκεν έξι γρούσ̑α
(Έδινε έξι γρόσια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να φέρ' έξι τζ̑εβαχέρα τσ̑αι ντεστέρου τα δώκω
(Να φέρει (πρώτα) έξι πολύτιμους λίθους και μετά θα (του) την δώσω)
Τσουχούρ.
-Dawk.
'ς έξ̑ι μήνεζ μέσα έχτσ̑ισαν ένα λουτρό άμ-μα τσ̑ι λουτρό
(Μέσα σε έξι μήνες έχτισαν ένα λουτρό αλλά τι λουτρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σώρεψε πένd' έξε αραμπάδε τζ̑αι πένd' έξε βουρτόνε
(Μάξεψε 5-6 αραμπάδες και 5-6 μουλάρια)
Φάρασ.
-Dawk.
Έξ̑' νεχυριώνις
(6 αχυρώνες)
Μισθ.
-Φατ.
Γεβαίνει γέξι μήνες
(Περνάνε έξι μήνες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
β.
Σε πολυλεκτικά σύνθετα, δημιουργία σύνθετων αριθμητικών
:
Έβγκαλε ο βασιλός έξε σ̑ίλε λίρες. Δώdζ̑εν ντα· πήρεν ντο μαχτσούμι
(Έβγαλε ο βασιλιάς 6.000 λίρες. Τις έδωσε· αγόρασε το μωρό
)
Φάρασ.
-Dawk.
’γώ φτσ̑άνου του μιά τσαdίρα οπ’ ιπεγί, γέξ̑ι σ̑ιλιάρες ασκέρoι να χωρώσουσι
(Εγώ του φτιάχνω μιά σκηνή από μαλλί, που θα χωρούν 6.000 στρατιώτες
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
2. (σε συνδυασμό με το ώρα) δηλώνει συγκεκριμένη χρονική στιγμή του 24ώρου
Σίλ.
:
'Κό μας τσ̑ην ώρα βραντύ έξι κοιτάμι, έρσ̑ιτι κάτ' ένα χαΐχ'
(Στις έξι το βράδυ - με την δική μας ώρα - κοιτάμε, έρχεται κάτω ένα καΐκι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.