εξήντα
(αριθμ.)
εξήνdα
[eˈksinda]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ.
εξ̑ήνdα
[eˈkʃinda]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
'ξήνdα
[ˈksinda]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
'ξ̑ήdα
[ˈkʃida]
Σίλ.
Μεσν. αριθμ. ἑξήντα από το αρχ. ἑξήκοντα με απλολ. Ο τύπ. 'ξήνdα με αποβ. του άτονου αρκτ. α-, ήδη μεσν.
Σύνολο 60 μονάδων
:
Πούλ'νεν ντα εξ̑ήνdα παράδια
(Τα πούλησε για 60 παράδες)
Φλογ.
-Dawk.
Ηύξησαν οι χρόνες του τζ̑' 'ενόσανdε 'ξήνdα
(Αυξήθηκαν τα χρόνια του και έγιναν εξήντα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πενήνdα εξήνdα χρόνια ομbρό κάκες μας φοβόριζαν μας με του σπιτσιού τσοίχος
(Πριν από 50-60 χρόνια οι γιαγιάδες μας μας φοβέριζαν με το στοιχειό του σπιτιού)
Γούρδ.
-Καράμπ.