ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εξήντα (αριθμ.) εξήνdα [eˈksinda] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ. εξ̑ήνdα [eˈkʃinda] Ανακ., Αξ., Φλογ. 'ξήνdα [ˈksinda] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. 'ξ̑ήdα [ˈkʃida] Σίλ. Μεσν. αριθμ. ἑξήντα από το αρχ. ἑξήκοντα με απλολ. Ο τύπ. 'ξήνdα με αποβ. του άτονου αρκτ. α-, ήδη μεσν.
Σύνολο 60 μονάδων : Πούλ'νεν ντα εξ̑ήνdα παράδια (Τα πούλησε για 60 παράδες) Φλογ. -Dawk. Ηύξησαν οι χρόνες του τζ̑' 'ενόσανdε 'ξήνdα (Αυξήθηκαν τα χρόνια του και έγιναν εξήντα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πενήνdα εξήνdα χρόνια ομbρό κάκες μας φοβόριζαν μας με του σπιτσιού τσοίχος (Πριν από 50-60 χρόνια οι γιαγιάδες μας μας φοβέριζαν με το στοιχειό του σπιτιού) Γούρδ. -Καράμπ.