ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έο (επιφ.) έο [ˈeo] Αξ., Μισθ. Από τον συνδυασμό των επιφων. ε και ο.
Οικεία επίκληση, αντίστοιχη του κοινού ρε ή μωρέ, η οποία δηλώνει διάφορες σημασίες όπως κάλεσμα, παρότρυνση, επίπληξη Μισθ. : Έο, γαϊδουριού ντασ̑ά, τι γένης; (Ρε αρχίδια γαϊδουριού, τι έγινες τόσον καιρό; οικεία προσφώνηση) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντεκαοχτό στρέμμαδα με ένα βόι λαζιόδουν, έο; (Δεκαοχτώ στρέμματα με ένα βόδι οργώνονται ρε;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έχου 'α γραμμένα ογώ. -Έο τι μας λές; (Τα έχω γραμμένα εγώ. -Μωρ' τι μας λες) -ΑΠΥ-Καρατσ. Tι αγρί έχ', έο; Κακό σκυλί ψόφου ντεν έχ' (Τι ανάγκη έχει αυτός μωρέ; Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μισιώτικα γκιαλάιψι, έο, ας τα πάρ' του κ'λάτσ̑'! (Μίλα μιστιώτικα βρε, ας τα ηχογραφήσει το παιδί!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ας ειπούμ' τσι λία μα̈σα̈́λια, έο! (Aς πούμε και λίγα παραμύθια, ρε!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ