ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Επιτάφιος (ουσ. αρσ.) Επιτάφιος [epiˈtafios] Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ. Επιτάφιους [epiˈtafius] Σίλ. Εφ'τάφιος [eftafios] Σίλ. Ετ-τάφιους [etˈtafius] Σίλ. Πληθ. Επιτάφια [epiˈtafia] Δίλ. Ιπιτάφια [ipiˈtafia] Σίλατ. Επιτέφια [epiˈtefia] Δίλ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. ἐπιτάφιος = άμφιο με την εικόνα της ταφής του Χριστού, ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἐπιτάφιος = αυτός που τοποθετείται πάνω σε τάφο, (για επικήδειους) που αναφέρεται στην ταφη τιμημένων νεκρών.
1. Ύφασμα επάνω στο οπ. είναι κεντημένη ή ζωγραφισμένη η παράσταση του νεκρού Xριστού. Aργότερα και το ειδικό κουβούκλιο, μέσα στο οπ. τοποθετείται ο Eπιτάφιος κατά την Mεγάλη Παρασκευή. ό.π.τ. : 'τον να 'υρίσουνε τον Επιτάφιος (Όταν ήταν να γίνει η περιφορά του Επιταφίου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε περάσουμι Ετ-τάφιο απ'κάτου Μεγάλην Μπαρασκευή (Θα περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δεβαίνκανι 'πό 'σ' τον Επιτάφιο 'πουκάτου (Περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. Άγι-επιτάφιος
2. Κατά πληθ., η τελετή/διαδικασία του στολίσματος του Επιτάφιου Σίλατ. : 'ς τα Ιπιτάφια μαζευούταμαστε, καθούταμεστε, εκεί, όλοι μαζί λέγαμ’ τ’ αγ̇ίτια (Στον Επιτάφιο μαζευόμαστε, καθόμασταν εκεί και λέγαμε τα μοιρολόγια) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Tα κορίτσ̑α και τα μιτρόπ' φκιάνισκαν τα Επιτάφια (Τα κορίτσια και οι επίτροποι της εκκλησίας έφτιαχναν τον επιτάφιο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Nα ποίκουμ' τα Επιτέφια (Nα στολίσουμε τον επιτάφιο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887