Άγι-επιτάφιος
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
αγιπιτέφια
[aʝipiˈtefça]
Μαλακ.
αϊπιτέφια
[aipiˈtefça]
Φλογ.
Από το επίθ. άγιος και το ουσ. επιτάφιος.