Άγι-επιτάφιος
(ουσ. αρσ.)
Πληθ. Ουδ.
αγιπιτέφια
[aʝipiˈtefça]
Μαλακ.
αϊπιτέφια
[aipiˈtefça]
Φλογ.
Από το επίθ. άγιος και το ουσ. επιτάφιος.
Τροποποιήθηκε: 08/11/2024