ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγέλη (ουσ. θηλ.) αγέλ’ [aˈʝel] Ποτάμ. ναγέλ’ [naˈʝel] Σίλατ., Τροχ., Φερτάκ. ναχ̇έλ’ [naˈxel] Μισθ. νεγέλ’ [neˈʝel] Αξ. αέλ’ [aˈel] Ανακ., Μισθ. ναέλ’ [naˈel] Αξ., Μισθ., Τροχ. Αρχ. ουσ. ἀγέλη. Οι τύπ. με προθ. ν- λόγω εσφαλμένης κατάτμησης του ληκτικού του άρθρ. Πβ. αγίλα
1. Αγέλη, κοπάδι ό.π.τ. : Είδεν έν’ αγέλ’ πρόβατα (Είδε ένα κοπάδι πρόβατα) Ποτάμ. -Dawk. Είδεν ένα χτηνού αγέλ’ (Είδε ένα κοπάδι αγελάδων) Ποτάμ. -Dawk. Βοϊού ναχ̇έλ’ (Κοπάδι βοδιών) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έχ’ μέγαν αέλ’ (Έχει μεγάλο κοπάδι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να το κρέψω ένα ναγέλ’ πρόβατα (Θα του ζητήσω ένα κοπάδι πρόβατα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Τρία ναέλια: ένα χτηνιού, ένα βαλιού κι ένα γουρουνιού (Τρία κοπάδια: ένα με αγελάδες, ένα με βουβάλια κι ένα με γουρούνια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Ένα ναέλ' λύκ' (Μια αγέλη λύκων) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. κοπάδι, σουρού
2. Μεγάλη ομάδα, σωρός ανθρώπων ή πραγμάτων Μισθ. : Σωροβιότουν έναν αέλ’ κ’λάτσα (Μαζευόταν ένας σωρός παιδιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ένα ναέλ’ φσ̑άχα ήδουν, οφτά (Ένας σωρός παιδιά ήταν, εφτά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φέριξαν ’ντάμα τ’νι ένα ναέλ’ πράμαδα (Έφερναν μαζί τους ένα σωρό πράματα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σουρού