ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγγελοφορώ (ρ.) ανgελοφορώ [aŋɟelofoˈro] Ποτάμ. Aπό το ουσ. άγγελος και το ρ. φορώ. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το μεταγν. ρ. ἀγγελοφορέω-ῶ = μεταφέρω μήνυμα.
Είμαι ετοιμοθάνατος : Λέγαμε αγγελοφόρεσεν όταν κάποιος άρρωστος είχε όψη πεθαμένου Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. αγγελοχτυπιούμαι
Τροποποιήθηκε: 31/10/2024