αγγελοφορώ
(ρ.)
ανgελοφορώ
[aŋɟelofoˈro]
Ποτάμ.
Aπό το ουσ. άγγελος και το ρ. φορώ. Δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το μεταγν. ρ. ἀγγελοφορέω-ῶ = μεταφέρω μήνυμα.
Είμαι ετοιμοθάνατος
:
Λέγαμε αγγελοφόρεσεν όταν κάποιος άρρωστος είχε όψη πεθαμένου
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πβ.
αγγελοχτυπιούμαι