αγγελικός
(επίθ.)
ανgελικό
[aŋɟeliˈko]
Σινασσ., Φάρασ.
Μεταγν. επίθ. ἀγγελικός = σχετικός με τον άγγελο, τον αγγελιαφόρο.
1. Αυτός που αναφέρεται στον άγγελο
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Αγγελικό θύρα
(Αγγελική θύρα˙ καθεμία από τις θύρες που βρίσκονται δεξιά και αριστερά του ιερού της εκκλησίας)
Φάρασ.
2. Αυτός που μοιάζει με άγγελο, που είναι όμορφος στην εξωτερική του εμφάνιση, που έχει χάρη
Σινασσ., Φάρασ.
:
Αγγελικό σάσι
(Αγγελική φωνή)
Φάρασ.
|| Ασμ.
Μαλαγματένιο εργαλειός κι ελεφαντένιο κτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
((Χρυσός αργαλειός και κτένι από ελαφαντόδοντο και μιά γυναίκα με όμορφο κορμί κάθεται και υφαίνει)) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. γκιουζέλ, καλός, κελέσης, όμορφος, χόσι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
((Χρυσός αργαλειός και κτένι από ελαφαντόδοντο και μιά γυναίκα με όμορφο κορμί κάθεται και υφαίνει)) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. γκιουζέλ, καλός, κελέσης, όμορφος, χόσι