ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άγγελος (ουσ. αρσ.) άνgελος [ˈaŋɟelos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. άνgελους [ˈaŋɟelus] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. άνgιλους [ˈaŋɟilus] Μαλακ. άνdζελος [ˈandzelos] Μισθ., Τσαρικ. Πληθ. άνgελοι [ˈaŋɟeli] Καππ. ανgέλοι [aŋˈɟeli] Σίλατ. ανgέλ’ [aŋˈɟel] Αξ., Τροχ. Ουδ. ανgέλια [aŋˈɟeʎa] ανdζέλια [anˈdzeʎa] Γούρδ., Μισθ. Αρχ. ουσ. ἄγγελος = αγγελιοφόρος.
Άγγελος ό.π.τ. : Χεός σάλτσιν ντ’ ανdζέλια τ’ (Ο Θεός έστειλε τους αγγέλους του) Μισθ. Το καμήλ’ είχαμ’ το άγγελο (Την καμήλα (όταν την βλέπαμε σε όνειρο) την είχαμε για άγγελο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 ’κλουσσάς το κουβούκλι ασ’ το καρύγι ’ναι και έχ’ τέσσερα ανgέλια ’ς το τόλος του (Το κουβούκλιο της εκκλησίας είναι από καρυδιά και έχει τέσσερις αγγέλους στον θόλο του) Γούρδ. -Καράμπ. Ανdζέλ’ σα γιάνια μ’ πετούν (Άγγελοι πετούν στο πλευρό μου) Τσαρικ. -Καραλ. Ήρταν ανgέλ’ να σε πάρ’νε (Ήρθαν άγγελοι να σε πάρουν) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Ασμ. Και άγγελοι ασ’ τους ουρανούς θυμούνdαι καταβαίνουν
σήκω, και συ, αξένε, κάτσου πισκεφαλάδι
για δάκε ασ’ σο μαράσκηνο, για δάκ’ ασ’ σο σταφύλι
( Και άγγελοι στους ουρανούς θυμούνται, κατεβαίνουν
«Σήκω και εσύ, ξένε, κάτσε στο προσκέφαλο
και δάγκωσε από το δαμάσκηνο ή δάγκωσε από το σταφύλι)
Τελμ. -Lag.
β. Ειδικότ., ο ψυχοπομπός άγγελος, ο απεσταλμένος από τον Θεό να παραλάβει την ψυχή του ανθρώπου ό.π.τ. : Θεός γιολ-λάτσεν ’να άγγελος να πάρ’ ιψ̑ή τ’ (Ο Θεός έστειλε έναν άγγελο να πάρει την ψυχή του ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να σι πάρ’ άγγιλους! (Να σε πάρει ο άγγελος· αρά ) Μαλακ. -Τζιούτζ. Άγγελος πήρε το ψυή τ’ (Ο άγγελος πήρε την ψυχή του, πέθανε ) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Ίχτές άνdρας μου είρι τουν άγγελούν ντoυ (Χτες ο άντρας μου είδε τον άγγελό του ˙ χτες ο άντρας μου πέρασε μεγάλη αγωνία) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. Εννιά ανgέλοι κατέβανε και δώδεκα αρχανgέλοι
ηκατέβαν και τζακίστανε ’ς του Κωστανdίνου τα σώμια.
(Εννιά άγγελοι κατέβηκαν και δώδεκα αρχάγγελοι
κατέβηκαν και κλήρώθηκαν να πέσουν στους ώμους του Κωνσταντίνου)
Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ.