αγατσιά
(ουσ. θηλ.)
αγατσ̑ά
[aɣaˈtʃa]
Σίλ.
αγαdζ̑ά
[agaˈdza]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. ağaç = δέντρο και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Δέντρο
:
Ένι μιά αγαdζ̑ά, ούλα τα τσεσ̑έτια μεϊβά έσ̑ει τα απάνου του
(Eίναι ένα δέντρο, έχει απάνω του όλων των ειδών τα φρούτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Φρ.
Καστρουρώσ’κασι αγατζές
(Γκαστρώθηκαν τα δέντρα˙ μπουμπούκιασαν τα δέντρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
δέντρο, ντικμέ, ξύλο :3, τσαλούδι :1
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025