ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγατσιά (ουσ. θηλ.) αγατσ̑ά [aɣaˈtʃa] Σίλ. αγαdζά [agaˈdza] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. ağaç = δέντρο και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Δέντρο : Ένι μιά αγαdζά, ούλα τα τσεσ̑έτια μεϊβά έσ̑ει τα απάνου του (Eίναι ένα δέντρο, έχει απάνω του όλων των ειδών τα φρούτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Φρ. Καστρουρώσ’κασι αγαdζές (Γκαστρώθηκαν τα δέντρα˙ μπουμπούκιασαν τα δέντρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. δέντρο, ντικμέ, ξύλο, τσαλούδι :1