αγατσιά
(ουσ. θηλ.)
αγατσ̑ά
[aɣaˈtʃa]
Σίλ.
αγατζά
[agaˈdza]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. ağaç = δέντρο και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.