αγατσιά
(ουσ. θηλ.)
αγατσ̑ά
[aɣaˈtʃa]
Σίλ.
αγαdζά
[agaˈdza]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. ağaç = δέντρο και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Δέντρο
:
Ένι μιά αγαdζά, ούλα τα τσεσ̑έτια μεϊβά έσ̑ει τα απάνου του
(Eίναι ένα δέντρο, έχει απάνω του όλων των ειδών τα φρούτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Φρ.
Καστρουρώσ’κασι αγαdζές
(Γκαστρώθηκαν τα δέντρα˙ μπουμπούκιασαν τα δέντρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
δέντρο, ντικμέ, ξύλο, τσαλούδι :1