ξύλο
(ουσ. ουδ.)
ξύλο
[ˈksilo]
Γούρδ., Ουλαγ.
ξ̑ύλο
[ˈkʃilο]
Αξ., Φλογ.
ξύλου
[ˈksilu]
Μισθ., Τσαρικ.
ξ̑ύλου
[ˈkʃilu]
Σίλ.
ξύο
[ˈksio]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
ξύλιο
[ˈksiʎo]
Σινασσ.
Γεν.
ξυλιού
[ksiʹʎu]
Αξ., Τσαρικ.
Πληθ.
ξ̑ύλα
[ˈkʃila]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ξύλον.
β.
Καυσόξυλο
Αξ., Φάρασ.
γ.
Μπαστούνι, ραβδί
Αραβαν., Σίλ., Φάρασ.
:
Τοπάλη του ξ̑ύλου
(Του κουτσού το μπαστούνι
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'σείς μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα 'γνέντα μου
(Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = %iΜατθ.%i 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με
)
Φάρασ.
-Lag.
2. Δέντρο
Αξ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Μήλογιου ντο ξύλο
(Μηλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τ’ βορκοκκιού το ξύλο
(Βερικοκκιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχω είκοσι ξύα σύκα
(Έχω είκοσι ρίζες συκιές)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Παίν' γκάχεται ξ̑υλιού τη ρίζα
(Πηγαίνει κάθεται στη ρίζα του δέντρου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγατσιά, δέντρο, ντικμέ, τσαλούδι :1
3. Ξυλοδαρμός
Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ξύλο, ξ̑ύλο, φάισαν τα, κοπάν'σαν τα καλά, έβαλάν τα σο φυλακή
(Ξύλο, ξύλο, τους έδειραν, τους κοπάνησαν καλά, τους έβαλαν στη φυλακή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ντου ξύλου γούλτουσιν ντου
(Γλίτωσε τον ξυλοδαρμό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βαβά μου, όταν μας ρώνει ξ̑ύλου μάνα μας, φτσάγει έναν καλό gαβγά. Τέκνα είνου, μη τα ρώσεις ξ̑ύλου
(Ο πατέρας μου, όταν μας δίνει ξύλο η μάνα μας, κάνει έναν γερό καβγά. Παιδιά είναι, μην τους δώσεις ξύλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Σκότ’σαν dου οπ’ του ξύλου
(Τον σκότωσαν στο ξύλο˙ τον έδειραν πολύ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ' να φάγ̑' ξ̑ύλο σϋρτϋνdΰσ̑' τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο
(Η κατσίκα όταν θέλει να φάει ξύλο τρίβεται στου βοσκού την γκλίτσα˙ για όσους πάνε γυρεύοντας να βρουν τον μπελά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κοπανιά, κοπάνισμα, κρούσιμο, κοτέκι :2, ξυλιά, φάγισμα