ξύλο
(ουσ. ουδ.)
ξύλο
[ˈksilo]
Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ.
ξ̑ύλο
[ˈkʃilο]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
ξύλου
[ˈksilu]
Μισθ., Τσαρικ.
ξ̑ύλου
[ˈkʃilu]
Σίλ.
ξύο
[ˈksio]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
ξύλιο
[ˈksiʎo]
Σινασσ.
Γεν.
ξυλιού
[ksiˈʎu]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ.
Πληθ.
ξ̑ύλα
[ˈkʃila]
Φλογ.
ξύλια
[ʹksiʎa]
Γούρδ., Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. ξύλον. Ο τύπ. πληθ. ξύλια αναλογ. από την γεν.
1. Ξύλο
ό.π.τ.
:
Είνται δύο νομάτοι, πελεκάνκαν αν ξύο
(Είναι δύο άνθρωποι, πελεκούσαν ένα ξύλο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κόφτει με τα δόντσια τ' τα ξύλια και ανοίζ' τρυπιά
(Κόβει με τα δόντια του τα ξύλα και ανοίγει τρύπες)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ξύλια και τζόπια 'ς άλλο μέρος δεν ηύρες
(Ξύλα και ξυλαράκια δεν βρήκες σε άλλο μέρος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κρούου ντου μι ντου ξύλου
(Τον χτυπάω με το ξύλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μητέρα μας πήρε ένα ξ̑ύλου […], καλά καλά κουπάν΄σε μας
(Η μητέρα μας πήρε ένα ξύλο [,,,], μας έδειρε καλά καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ̑ειμό ένα ξ̑ύλου πομνίσκιτι
(Τον χειμώνα απομένει ένα ξύλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να ποίκουμ λίου τσ̑αμούρ' να γιομώσουμ' εκεινιά ντ΄αραλούχια ξυλιού
(Να φτιάξουμε λίγη λάσπη να γεμίσουμε εκείνα τα διάκενα των ξύλων)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Πιάσα του ξ̑ύλου
(Έπιασα ξύλο˙ χτύπησα ξύλο, αποτροπαϊκή πρόληψη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
παγκλάβι, νταγιάχι
β.
Καυσόξυλο
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι ο χειμώνας τ' αγοράζει
(Ο καιρός πουλάει τα ξύλα και ο χειμώνας τα αγοράζει
˙
πρέπει κανείς να προνοεί για εφόδια εν όψει δυσμενών συνθηκών)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
γ.
Μπαστούνι, ραβδί
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Φάρασ.
:
Τοπάλη του ξ̑ύλου
(Του κουτσού το μπαστούνι
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'σείς μένα να με πιἀσετε, αμόν κλέφτη πάνω έρτζεστε μοτό ραβδία τζαι μοτό μαχαίρι τζαι μοτό ξύα 'γνένdα μου
(Εσείς για να με πιάσετε, έρχεστε καταπάνω μου όπως (θα πέφτατε) πάνω σε έναν κλέφτη, με ραβδιά, μαχαίρια και ρόπαλα = %iΜατθ.%i 26.55 Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με
)
Φάρασ.
-Lag.
Επαρ' 'να ξ̑ύλο κι άμε βόσ̑κισε τα
(Πάρε ένα ραβδί και πήγαινε να τα βοσκήσεις
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Πισ̑τικός έσ̑υρεν το ξ̑ύλο
(Ο βοσκός πέταξε τη γκλίτσα
˙
παράτησε τη δουλειά του βοσκού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Δέντρο
Αξ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Μήλογιου ντο ξύλο
(Μηλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τ’ βορκοκκιού το ξύλο
(Βερικοκκιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχω είκοσι ξύα σύκα
(Έχω είκοσι ρίζες συκιές)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Παίν' gάχεται ξ̑υλιού τη ρίζα
(Πηγαίνει κάθεται στην ρίζα του δέντρου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το κελέμ' κρεμασμένο στο ξ̑ύλο κρούει το κιρυός
(Το κολοκύθι κρεμασμένο στο δέντρο το χτυπάει ο αέρας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ς φιλάν το ξ̑ύλο απάνω κείται ένα ντϋνιά gιϋζελί
(Πάνω στο τάδε δέντρο είναι μια πανέμορφη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το ξ̑ύλο ως το γέμα κόψετ' το
(Το δέντρο μέχρι το μεσημέρι κόψτε το)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αγατσιά, δέντρο, ντικμέ, τσαλούδι
3. Ξυλοδαρμός
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ξύλο, ξ̑ύλο, φάισαν τα, κοπάν'σαν τα καλά, έβαλάν τα σο φυλακή
(Ξύλο, ξύλο, τους έδειραν, τους κοπάνησαν καλά, τους έβαλαν στην φυλακή)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ντου ξύλου γούλτουσιν ντου
(Γλίτωσε τον ξυλοδαρμό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βαβά μου, όταν μας ρώνει ξ̑ύλου μάνα μας, φτσάγει έναν καλό gαβγά. Τέκνα είνου, μη τα ρώσεις ξ̑ύλου
(Ο πατέρας μου, όταν μας δίνει ξύλο η μάνα μας, κάνει έναν γερό καβγά. Παιδιά είναι, μην τους δώσεις ξύλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντα νυφάις, αν λάλειναν σου πεερό τ'νι γαρσ̑ού, τρώισκαν ξύλου
(Οι νύφες αν αντιμιλούσαν στον πεθερό τους έτρωγαν ξύλο)
Μισθ.
-Φατ.
'ς το σόν τον dόπο έφαγα εγώ το ξ̑ύλο
(Έφαγα εγώ το ξύλο στην θέση σου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Σκότ’σαν dου οπ’ του ξύλου
(Τον σκότωσαν στο ξύλο˙ τον έδειραν πολύ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το γκετσ̑ί όνdενε γκρεύ' να φάγ̑' ξ̑ύλο σϋρτϋνdΰσ̑' τσ̑οπανιού το ξ̑ύλο
(Η κατσίκα όταν θέλει να φάει ξύλο τρίβεται στου βοσκού την γκλίτσα˙ για όσους πάνε γυρεύοντας να βρουν τον μπελά τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ηύρες φαΐ φά, ηύρες ξ̑ύλο φύγε
(Βρήκες φαΐ φάε, βρήκες ξύλο φύγε˙ ας εκμεταλλευόμαστε μία κατάσταση μέχρι εκεί που μας παίρνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κοπανιά, κοπάνισμα, κρούσιμο, κοτέκι, ξυλιά, φάγισμα
4. Η γενική ως επίθ., ξύλινος
Αραβαν., Μισθ.
:
ξ̑υλιού το χύρα
(Ξύλινη πόρτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντέ ηδαν ξυλιού
(Δεν ήταν ξύλινα, ενν. τα αλέτρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025