ξυλόκκο
(ουσ. ουδ.)
ξυόκ-κο
[ksiˈok:o]
Φάρασ.
Από το ουσ. ξύλο, όπου και τύπ. ξύο, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Ξυλάκι