ξουρίσια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
ξουρίσια
[ksuˈrisça]
Ανακ.
Από το ρ. ξουρίζω με ουσιαστικοπ. του απαρεμφ. αορ., αναλογ. προς το ουσ. βαφτίσια.
Το ξύρισμα του γαμπρού πριν το γάμο
:
Ορίστε σα ξουρίσια
(Ελάτε στο ξύρισμα του γαμπρού· το διαλαλούσε ο κουμπάρος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.