ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξουρίζω (ρ.) ξουρίζω [ksuˈrizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. ξουρίζου [ksuˈrizu] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. Παρατατ. ξουριζόντζ̑ισκα [ksuriˈzondʒiska] Σίλ. Αόρ. ξούρ'σα [ˈksursa] Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. Παθ. ξουρίζομαι [ksuˈrizome] Ουλαγ. ξουρίζουμαι [ksuˈrizume] Αξ., Γούρδ., Σινασσ. ξουρούζουμαι [ksuˈruzume] Φλογ. ξουρίζουμι [ksuˈrizumi] Μαλακ. ξουριζιέμι [ksuriˈzʝemi] Μισθ. Παρατατ. ξουρίζουμου [ksuˈrizumu] Σίλ. Αόρ. ξουρίστα [ksuˈrista] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ. ξουρίσ̑τα [ksuˈriʃta] Αξ. Μτχ. ξουρισμένο [ksuriˈzmeno] Γούρδ. ξουρημένου [ksuriʹmenu] Φάρασ. Από το το μεταγν. ρ. ξυρίζω (< αρχ. ρ. ξυρῶ). Ο τύπ. ξουρίζω μεσν.
1. Ξυρίζω, κόβω σύρριζα με ξυράφι τις τρίχες του σώματος ό.π.τ. : Τὀνανού κόφτει τ’ ωdί τ και τὀνανού ξουρίσ̑' τα bι̂ίχια (Tου ενός του κόβει το αφτί και του αλλουνού του ξυρίζει τα μουστάκια) Φλογ. -Dawk. Ήβ'ραμε και ένα περπέρης να ξουρίσ̑' τα καλεσμένα, να ξουρίσ̑' και το γαμπρό (Φέραμε και έναν μπαρμπέρη να ξυρίσει τους καλεσμένους, να ξυρίσει και το γαμπρό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Πάγασέν ντα 'ς αν bερμπέρη· ξούρ'σεν ντα (Τον πήγε σέ έναν μπαρμπέρη· τον ξύρισε) Φάρασ. -Dawk. Έχου 'να μικρίτσικου αϊνά για να ξουριζιέμι (Έχω έναν μικρό καθρέφτη για να γυρίζομαι) Μισθ. -Κοτσαν. Σάbαχτα να ξουριστώ (Αύριο θα ξυριστώ) Μισθ. -Κοτσαν. Τράνα τα γένια σ' που νώσανε εφτά γουμάρια σίγρια και δεν έχεις παράδια να ξουριστείς (Κοίτα τα γένια σου που γίνανε σαν 7 φορτώματα αγριόχορτα και δεν έχεις λεφτά να ξυριστείς) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόφτεις και Κερεκή μη ξουρίζεσαι αν θέλεις να πρεκόψεις (Μην κόβεις τα νύχια σου Τέταρτη και Παρασκευή, και μην ξυρίζεσαι Κυριακή αν θέλεις να προοδεύσεις˙ λαϊκή πρόληψη) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Τρίβω τυρί με τον τρίφτη Σίλ. : Ξουρίζου τζυρί (Τρίβω τυρί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ρεντελεντώ :2
3. Μτφ., καθαιρώ ιερέα Φλογ. : Ιτό δεν άκουγεν το δεσπότ', ήρθεν δεσπότης να το παρπάη σο Νέιdε να το ξουρίσ' (Αυτός δεν υπάκουε στον δεσπότη, ήρθε ο δεσπότης να τον πάρει και να τον πάει στη Νίγδη για να τον ξυρίσει, να τον καθαιρέσει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
Τροποποιήθηκε: 01/10/2024