ξουρίζω
(ρ.)
ξουρίζω
[ksuˈrizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
ξουρίζου
[ksuˈrizu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
Παρατατ.
ξουριζόντζ̑ισκα
[ksuriˈzondʒiska]
Σίλ.
Αόρ.
ξούρ'σα
[ˈksursa]
Γούρδ., Σίλ., Φάρασ.
Παθ.
ξουρίζομαι
[ksuˈrizome]
Ουλαγ.
ξουρίζουμαι
[ksuˈrizume]
Αξ., Γούρδ., Σινασσ.
ξουρούζουμαι
[ksuˈruzume]
Φλογ.
ξουρίζουμι
[ksuˈrizumi]
Μαλακ.
ξουριζιέμι
[ksuriˈzʝemi]
Μισθ.
Παρατατ.
ξουρίζουμου
[ksuˈrizumu]
Σίλ.
Αόρ.
ξουρίστα
[ksuˈrista]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ.
ξουρίσ̑τα
[ksuˈriʃta]
Αξ.
Υποτ.
ξουριστώ
[ksuriˈsto]
Μισθ.
ξουρισ̑τώ
[ksuriˈʃto]
Αξ.
ξουριστού
[ksuriˈstu]
Ουλαγ.
Μτχ.
ξουρισμένο
[ksuriˈzmeno]
Γούρδ.
Από το μεσν. ρ. ξουρίζω, το οπ. από το μεταγν. ρ. ξυρίζω (< αρχ. ρ. ξυρέω-ῶ).
1. Ξυρίζω, κόβω σύρριζα με ξυράφι τις τρίχες του σώματος
ό.π.τ.
:
Ξουρίζου ντου γαbρό
(Ξυρίζω τον γαμπρό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πάγασέν ντα 'ς αν bερμπέρη· ξούρ'σεν ντα
(Τον πήγε σέ έναν μπαρμπέρη· τον ξύρισε)
Φάρασ.
-Dawk.
Έχου 'να μικρίτσικου αϊνά για να ξουριζιέμι
(Έχω έναν μικρό καθρέφτη για να γυρίζομαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σάbαχτα να ξουριστώ
(Αύριο θα ξυριστώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τράνα τα γένια σ' που νώσανε εφτά γουμάρια σίγρια και δεν έχεις παράδια να ξουριστείς
(Κοίτα τα γένια σου που γίνανε σαν 7 φορτώματα αγριόχορτα και δεν έχεις λεφτά να ξυριστείς)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόφτεις και Κερεκή μη ξουρίζεσαι αν θέλεις να πρεκόψεις
(Μην κόβεις τα νύχια σου Τέταρτη και Παρασκευή, και μην ξυρίζεσαι Κυριακή αν θέλεις να προοδεύσεις˙ λαϊκή πρόληψη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
3. Μτφ., καθαιρώ ιερέα
Φλογ.
:
Ιτό δεν άκουγεν το δεσπότ', ήρθεν δεσπότης να το παρπάη σο Νέιdε να το ξουρίσ'
(Αυτός δεν άκουγε τον δεσπότη, ήρθε ο δεσπότης να τον πάρει και να τον πάει στη Νίγδη για να τον ξυρίσει, να τον καθαιρέσει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812